헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

προεκτρέχω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: προεκτρέχω προεξέδραμον

형태분석: προ (접두사) + ἐκ (접두사) + τρέχ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to run out before

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προεκτρέχω

προεκτρέχεις

προεκτρέχει

쌍수 προεκτρέχετον

προεκτρέχετον

복수 προεκτρέχομεν

προεκτρέχετε

προεκτρέχουσιν*

접속법단수 προεκτρέχω

προεκτρέχῃς

προεκτρέχῃ

쌍수 προεκτρέχητον

προεκτρέχητον

복수 προεκτρέχωμεν

προεκτρέχητε

προεκτρέχωσιν*

기원법단수 προεκτρέχοιμι

προεκτρέχοις

προεκτρέχοι

쌍수 προεκτρέχοιτον

προεκτρεχοίτην

복수 προεκτρέχοιμεν

προεκτρέχοιτε

προεκτρέχοιεν

명령법단수 προεκτρέχε

προεκτρεχέτω

쌍수 προεκτρέχετον

προεκτρεχέτων

복수 προεκτρέχετε

προεκτρεχόντων, προεκτρεχέτωσαν

부정사 προεκτρέχειν

분사 남성여성중성
προεκτρεχων

προεκτρεχοντος

προεκτρεχουσα

προεκτρεχουσης

προεκτρεχον

προεκτρεχοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προεκτρέχομαι

προεκτρέχει, προεκτρέχῃ

προεκτρέχεται

쌍수 προεκτρέχεσθον

προεκτρέχεσθον

복수 προεκτρεχόμεθα

προεκτρέχεσθε

προεκτρέχονται

접속법단수 προεκτρέχωμαι

προεκτρέχῃ

προεκτρέχηται

쌍수 προεκτρέχησθον

προεκτρέχησθον

복수 προεκτρεχώμεθα

προεκτρέχησθε

προεκτρέχωνται

기원법단수 προεκτρεχοίμην

προεκτρέχοιο

προεκτρέχοιτο

쌍수 προεκτρέχοισθον

προεκτρεχοίσθην

복수 προεκτρεχοίμεθα

προεκτρέχοισθε

προεκτρέχοιντο

명령법단수 προεκτρέχου

προεκτρεχέσθω

쌍수 προεκτρέχεσθον

προεκτρεχέσθων

복수 προεκτρέχεσθε

προεκτρεχέσθων, προεκτρεχέσθωσαν

부정사 προεκτρέχεσθαι

분사 남성여성중성
προεκτρεχομενος

προεκτρεχομενου

προεκτρεχομενη

προεκτρεχομενης

προεκτρεχομενον

προεκτρεχομενου

미완료(Imperfect) 시제

단순 과거(Aorist) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to run out before

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION