ἐκτρέχω
비축약 동사;
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
ἐκτρέχω
ἐκδραμοῦμαι
형태분석:
ἐκ
(접두사)
+
τρέχ
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- to run out or forth, make a sally
- to run off or away
- to run beyond bounds, exceed bounds
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- οἱ δὲ Τιβεριεῖσ ὁρῶντεσ ἐξέτρεχον συνεχῶσ καὶ πολλὰ κατεκερτόμουν· (Flavius Josephus, 385:1)
(플라비우스 요세푸스, 385:1)
- "ἔνιοι δὲ καὶ νῦν μετὰ μέτρων ἐκτρέχουσιν ὧν ἕνεκα καὶ πρᾶγμα περιβόητον πεποίηκε. (Plutarch, De Pythiae oraculis, section 201)
(플루타르코스, De Pythiae oraculis, section 201)
- ἤκουσεν, οὐκ ἐμμένουσαι τοῖσ Βοιωτῶν ἔθεσιν ἐξέτρεχον πρὸσ ἀλλήλασ καὶ διεπυνθάνοντο παρὰ τῶν ἀπαντώντων αἱ δ’ ἀνευροῦσαι πατέρασ ἢ ἄνδρασ αὑτῶν ἠκολούθουν, οὐδεὶσ δ’ ἐκώλυε· (Plutarch, De genio Socratis, section 33 7:2)
(플루타르코스, De genio Socratis, section 33 7:2)
- ἐξέτρεχον δ’ ἐκ τῶν σκηνῶν ἃσ διεπορεύετο μεταξὺ δειπνοῦντεσ ἅπαντεσ ἀθρόοι φανοὺσ ἔχοντεσ καὶ λαμπάδασ, ἀγωνίασ πλήρεισ καὶ θορύβου περιεχόμενοι περὶ αὐτὸν ἠκολούθουν. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books X-XX, book 11, chapter 40 3:1)
(디오니시오스, Antiquitates Romanae, Books X-XX, book 11, chapter 40 3:1)
- ἔνθα δὴ παρακελευσάμενοι ἀλλήλοισ ὅ τε ὕπατοσ καὶ ὁ πρεσβευτὴσ ὑφ’ ἕνα καιρὸν ἀναπετάσαντεσ τὰσ πύλασ, ἅμα τοῖσ ἀκμαιοτάτοισ ἐκτρέχουσιν ἐπὶ τοὺσ πολεμίουσ, κατ’ ἄμφω τε τὰ μέρη τῆσ προσβολῆσ συρράξαντεσ αὐτοῖσ ἀποτρέπουσι τοὺσ ἐπιβαίνοντασ τῷ χάρακι. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books VII-IX, book 9, chapter 63 6:2)
(디오니시오스, Antiquitates Romanae, Books VII-IX, book 9, chapter 63 6:2)
유의어
-
to run out or forth
-
to run off or away
- διδράσκω (도망가다, 튀다)
- ἀποτρέχω (to run off or away)
- ἀποθέω (도망가다, 튀다)
- συναποδιδράσκω (to run away along with)
- διαδιδράσκω (to run away from, escape from)
- ἐκδιδράσκω (탈출하다, 도망치다, 도망가다)
- προσπίπτω (달려가다, 만나러 가다)
- συνανατρέχω (to run up with)
- δρομάω (달리다, 뛰다)
- δολιχοδρομέω (달리다, 뛰다)
- ἀναβάλλω (달리다, 뛰다)
- δακρύω (달리다, 뛰다)
- θέω (달리다, 뛰다)
- ὑποτρέχω (to run or stretch away under)
- ἀπονίσσομαι (떠나다, 출발하다)
- νίσσομαι (가다, 나아가다, 떠나다)
- ἀποχωρέω (to go from or away from)
-
to run beyond bounds
파생어
- ἀμφιτρέχω (둘러싸다, 포위하다, 에워싸다)
- ἀνατρέχω (갑자기 나타나다, 서두르다, 뛰어나가다)
- ἀποτρέχω (to run off or away, to run hard)
- διατρέχω (꿰뚫다, 찔러 넣다, )
- εἰστρέχω (맞부딪치다)
- ἐντρέχω (들어가다, 입장하다, 부재인 사람을 임명하다)
- ἐπεκτρέχω (to sally out upon or against)
- ἐπισυντρέχω (to run together to)
- ἐπιτρέχω (뒤쫓다, 맹목적으로 따르다, 세게 물다)
- κατατρέχω (흘러내리다, 흘러 내려가다, )
- μετατρέχω (맹목적으로 따르다, 뒤쫓다)
- παρατρέχω (초과하다, 능가하다, 넘다)
- παρεκτρέχω (to run out past)
- περιτρέχω (I run about.)
- προεκτρέχω (to run out before)
- προσανατρέχω (to run back, retrace past events)
- προστρέχω (도착하다, 도달하다, 깨어나다)
- προτρέχω (to run forward, to run before, outrun)
- συμπαρατρέχω (to run along with)
- συμπεριτρέχω (to run round together)
- συνανατρέχω (to run up with)
- συνεκτρέχω (to sally out together)
- συντρέχω (접하다, 마주치다, 조우하다)
- τρέχω (달리다, 뛰다)
- ὑπεκτρέχω (to run out from under, escape from, to run out beyond)
- ὑπερτρέχω (탈출하다, 도망치다, 달아나다)
- ὑποτρέχω (끊다, 가로채다, 요격하다)