헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ὑπερβάλλω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ὑπερβάλλω ὑπερβαλῶ

형태분석: ὑπερ (접두사) + βάλλ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 강요하다, 넘겨 던지다, ~를 지나가다
  2. 초과하다, 넘어서다, 우수하다, 넘다, 초월하다, 능가하다, 뛰어넘다
  3. 초과하다, 능가하다, 넘다, 초월하다
  4. 넘어서다, 넘어가다, 건너오다, 건너다, 건너가다
  5. 넘치다, 범람하다, 풍부하다
  6. 넘다, 이기다, 정복하다, 압도하다, 극복하다
  1. to throw over or beyond a mark, to overshoot
  2. to force, over
  3. to run beyond, overrun
  4. to outstrip or pass
  5. to overshoot, outdo, surpass, prevail over, to outdo, in
  6. to go beyond, exceed, to exceed
  7. to exceed all bounds, to be in excess, exceeding, excessive, an over-high estate, such part, as is extraordinary
  8. to go on further and further, bidding more and more
  9. to pass over, cross, to double, to cross over
  10. to run over, overflow
  11. to be at its height or its utmost heat
  12. to outdo, overcome, conquer, to be co

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὑπερβάλλω

ὑπερβάλλεις

ὑπερβάλλει

쌍수 ὑπερβάλλετον

ὑπερβάλλετον

복수 ὑπερβάλλομεν

ὑπερβάλλετε

ὑπερβάλλουσιν*

접속법단수 ὑπερβάλλω

ὑπερβάλλῃς

ὑπερβάλλῃ

쌍수 ὑπερβάλλητον

ὑπερβάλλητον

복수 ὑπερβάλλωμεν

ὑπερβάλλητε

ὑπερβάλλωσιν*

기원법단수 ὑπερβάλλοιμι

ὑπερβάλλοις

ὑπερβάλλοι

쌍수 ὑπερβάλλοιτον

ὑπερβαλλοίτην

복수 ὑπερβάλλοιμεν

ὑπερβάλλοιτε

ὑπερβάλλοιεν

명령법단수 ὑπερβάλλε

ὑπερβαλλέτω

쌍수 ὑπερβάλλετον

ὑπερβαλλέτων

복수 ὑπερβάλλετε

ὑπερβαλλόντων, ὑπερβαλλέτωσαν

부정사 ὑπερβάλλειν

분사 남성여성중성
ὑπερβαλλων

ὑπερβαλλοντος

ὑπερβαλλουσα

ὑπερβαλλουσης

ὑπερβαλλον

ὑπερβαλλοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὑπερβάλλομαι

ὑπερβάλλει, ὑπερβάλλῃ

ὑπερβάλλεται

쌍수 ὑπερβάλλεσθον

ὑπερβάλλεσθον

복수 ὑπερβαλλόμεθα

ὑπερβάλλεσθε

ὑπερβάλλονται

접속법단수 ὑπερβάλλωμαι

ὑπερβάλλῃ

ὑπερβάλληται

쌍수 ὑπερβάλλησθον

ὑπερβάλλησθον

복수 ὑπερβαλλώμεθα

ὑπερβάλλησθε

ὑπερβάλλωνται

기원법단수 ὑπερβαλλοίμην

ὑπερβάλλοιο

ὑπερβάλλοιτο

쌍수 ὑπερβάλλοισθον

ὑπερβαλλοίσθην

복수 ὑπερβαλλοίμεθα

ὑπερβάλλοισθε

ὑπερβάλλοιντο

명령법단수 ὑπερβάλλου

ὑπερβαλλέσθω

쌍수 ὑπερβάλλεσθον

ὑπερβαλλέσθων

복수 ὑπερβάλλεσθε

ὑπερβαλλέσθων, ὑπερβαλλέσθωσαν

부정사 ὑπερβάλλεσθαι

분사 남성여성중성
ὑπερβαλλομενος

ὑπερβαλλομενου

ὑπερβαλλομενη

ὑπερβαλλομενης

ὑπερβαλλομενον

ὑπερβαλλομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὑπερβαλῶ

ὑπερβαλεῖς

ὑπερβαλεῖ

쌍수 ὑπερβαλεῖτον

ὑπερβαλεῖτον

복수 ὑπερβαλοῦμεν

ὑπερβαλεῖτε

ὑπερβαλοῦσιν*

기원법단수 ὑπερβαλοῖμι

ὑπερβαλοῖς

ὑπερβαλοῖ

쌍수 ὑπερβαλοῖτον

ὑπερβαλοίτην

복수 ὑπερβαλοῖμεν

ὑπερβαλοῖτε

ὑπερβαλοῖεν

부정사 ὑπερβαλεῖν

분사 남성여성중성
ὑπερβαλων

ὑπερβαλουντος

ὑπερβαλουσα

ὑπερβαλουσης

ὑπερβαλουν

ὑπερβαλουντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὑπερβαλοῦμαι

ὑπερβαλεῖ, ὑπερβαλῇ

ὑπερβαλεῖται

쌍수 ὑπερβαλεῖσθον

ὑπερβαλεῖσθον

복수 ὑπερβαλούμεθα

ὑπερβαλεῖσθε

ὑπερβαλοῦνται

기원법단수 ὑπερβαλοίμην

ὑπερβαλοῖο

ὑπερβαλοῖτο

쌍수 ὑπερβαλοῖσθον

ὑπερβαλοίσθην

복수 ὑπερβαλοίμεθα

ὑπερβαλοῖσθε

ὑπερβαλοῖντο

부정사 ὑπερβαλεῖσθαι

분사 남성여성중성
ὑπερβαλουμενος

ὑπερβαλουμενου

ὑπερβαλουμενη

ὑπερβαλουμενης

ὑπερβαλουμενον

ὑπερβαλουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τρίποδα γὰρ χρηστήριον λιποῦσα θριγκοῦ τοῦδ’ ὑπερβάλλω πόδα Φοίβου προφῆτισ, τρίποδοσ ἀρχαῖον νόμον σῴζουσα, πασῶν Δελφίδων ἐξαίρετοσ. (Euripides, Ion, episode, iambics 2:2)

    (에우리피데스, Ion, episode, iambics 2:2)

유의어

  1. to throw over or beyond a mark

  2. 강요하다

  3. to run beyond

  4. to outstrip or pass

  5. 초과하다

  6. 초과하다

  7. 넘어서다

  8. 넘치다

관련어

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION