헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

προσδιαβάλλω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: προσδιαβάλλω προσδιαβαλῶ

형태분석: προς (접두사) + δια (접두사) + βάλλ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to insinuate besides
  2. to slander besides

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσδιαβάλλω

προσδιαβάλλεις

προσδιαβάλλει

쌍수 προσδιαβάλλετον

προσδιαβάλλετον

복수 προσδιαβάλλομεν

προσδιαβάλλετε

προσδιαβάλλουσιν*

접속법단수 προσδιαβάλλω

προσδιαβάλλῃς

προσδιαβάλλῃ

쌍수 προσδιαβάλλητον

προσδιαβάλλητον

복수 προσδιαβάλλωμεν

προσδιαβάλλητε

προσδιαβάλλωσιν*

기원법단수 προσδιαβάλλοιμι

προσδιαβάλλοις

προσδιαβάλλοι

쌍수 προσδιαβάλλοιτον

προσδιαβαλλοίτην

복수 προσδιαβάλλοιμεν

προσδιαβάλλοιτε

προσδιαβάλλοιεν

명령법단수 προσδιαβάλλε

προσδιαβαλλέτω

쌍수 προσδιαβάλλετον

προσδιαβαλλέτων

복수 προσδιαβάλλετε

προσδιαβαλλόντων, προσδιαβαλλέτωσαν

부정사 προσδιαβάλλειν

분사 남성여성중성
προσδιαβαλλων

προσδιαβαλλοντος

προσδιαβαλλουσα

προσδιαβαλλουσης

προσδιαβαλλον

προσδιαβαλλοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσδιαβάλλομαι

προσδιαβάλλει, προσδιαβάλλῃ

προσδιαβάλλεται

쌍수 προσδιαβάλλεσθον

προσδιαβάλλεσθον

복수 προσδιαβαλλόμεθα

προσδιαβάλλεσθε

προσδιαβάλλονται

접속법단수 προσδιαβάλλωμαι

προσδιαβάλλῃ

προσδιαβάλληται

쌍수 προσδιαβάλλησθον

προσδιαβάλλησθον

복수 προσδιαβαλλώμεθα

προσδιαβάλλησθε

προσδιαβάλλωνται

기원법단수 προσδιαβαλλοίμην

προσδιαβάλλοιο

προσδιαβάλλοιτο

쌍수 προσδιαβάλλοισθον

προσδιαβαλλοίσθην

복수 προσδιαβαλλοίμεθα

προσδιαβάλλοισθε

προσδιαβάλλοιντο

명령법단수 προσδιαβάλλου

προσδιαβαλλέσθω

쌍수 προσδιαβάλλεσθον

προσδιαβαλλέσθων

복수 προσδιαβάλλεσθε

προσδιαβαλλέσθων, προσδιαβαλλέσθωσαν

부정사 προσδιαβάλλεσθαι

분사 남성여성중성
προσδιαβαλλομενος

προσδιαβαλλομενου

προσδιαβαλλομενη

προσδιαβαλλομενης

προσδιαβαλλομενον

προσδιαβαλλομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσδιαβαλῶ

προσδιαβαλεῖς

προσδιαβαλεῖ

쌍수 προσδιαβαλεῖτον

προσδιαβαλεῖτον

복수 προσδιαβαλοῦμεν

προσδιαβαλεῖτε

προσδιαβαλοῦσιν*

기원법단수 προσδιαβαλοῖμι

προσδιαβαλοῖς

προσδιαβαλοῖ

쌍수 προσδιαβαλοῖτον

προσδιαβαλοίτην

복수 προσδιαβαλοῖμεν

προσδιαβαλοῖτε

προσδιαβαλοῖεν

부정사 προσδιαβαλεῖν

분사 남성여성중성
προσδιαβαλων

προσδιαβαλουντος

προσδιαβαλουσα

προσδιαβαλουσης

προσδιαβαλουν

προσδιαβαλουντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσδιαβαλοῦμαι

προσδιαβαλεῖ, προσδιαβαλῇ

προσδιαβαλεῖται

쌍수 προσδιαβαλεῖσθον

προσδιαβαλεῖσθον

복수 προσδιαβαλούμεθα

προσδιαβαλεῖσθε

προσδιαβαλοῦνται

기원법단수 προσδιαβαλοίμην

προσδιαβαλοῖο

προσδιαβαλοῖτο

쌍수 προσδιαβαλοῖσθον

προσδιαβαλοίσθην

복수 προσδιαβαλοίμεθα

προσδιαβαλοῖσθε

προσδιαβαλοῖντο

부정사 προσδιαβαλεῖσθαι

분사 남성여성중성
προσδιαβαλουμενος

προσδιαβαλουμενου

προσδιαβαλουμενη

προσδιαβαλουμενης

προσδιαβαλουμενον

προσδιαβαλουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to slander besides

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION