헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συνεισβάλλω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συνεισβάλλω συνεισβαλῶ

형태분석: συν (접두사) + εἰς (접두사) + βάλλ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 이끌다, 같이 돌다, 같이 나르다, 섞다
  1. to make an inroad into, together, join in an inroad

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνεισβάλλω

(나는) 이끈다

συνεισβάλλεις

(너는) 이끈다

συνεισβάλλει

(그는) 이끈다

쌍수 συνεισβάλλετον

(너희 둘은) 이끈다

συνεισβάλλετον

(그 둘은) 이끈다

복수 συνεισβάλλομεν

(우리는) 이끈다

συνεισβάλλετε

(너희는) 이끈다

συνεισβάλλουσιν*

(그들은) 이끈다

접속법단수 συνεισβάλλω

(나는) 이끌자

συνεισβάλλῃς

(너는) 이끌자

συνεισβάλλῃ

(그는) 이끌자

쌍수 συνεισβάλλητον

(너희 둘은) 이끌자

συνεισβάλλητον

(그 둘은) 이끌자

복수 συνεισβάλλωμεν

(우리는) 이끌자

συνεισβάλλητε

(너희는) 이끌자

συνεισβάλλωσιν*

(그들은) 이끌자

기원법단수 συνεισβάλλοιμι

(나는) 이끌기를 (바라다)

συνεισβάλλοις

(너는) 이끌기를 (바라다)

συνεισβάλλοι

(그는) 이끌기를 (바라다)

쌍수 συνεισβάλλοιτον

(너희 둘은) 이끌기를 (바라다)

συνεισβαλλοίτην

(그 둘은) 이끌기를 (바라다)

복수 συνεισβάλλοιμεν

(우리는) 이끌기를 (바라다)

συνεισβάλλοιτε

(너희는) 이끌기를 (바라다)

συνεισβάλλοιεν

(그들은) 이끌기를 (바라다)

명령법단수 συνεισβάλλε

(너는) 이끌어라

συνεισβαλλέτω

(그는) 이끌어라

쌍수 συνεισβάλλετον

(너희 둘은) 이끌어라

συνεισβαλλέτων

(그 둘은) 이끌어라

복수 συνεισβάλλετε

(너희는) 이끌어라

συνεισβαλλόντων, συνεισβαλλέτωσαν

(그들은) 이끌어라

부정사 συνεισβάλλειν

이끄는 것

분사 남성여성중성
συνεισβαλλων

συνεισβαλλοντος

συνεισβαλλουσα

συνεισβαλλουσης

συνεισβαλλον

συνεισβαλλοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνεισβάλλομαι

(나는) 이끌려진다

συνεισβάλλει, συνεισβάλλῃ

(너는) 이끌려진다

συνεισβάλλεται

(그는) 이끌려진다

쌍수 συνεισβάλλεσθον

(너희 둘은) 이끌려진다

συνεισβάλλεσθον

(그 둘은) 이끌려진다

복수 συνεισβαλλόμεθα

(우리는) 이끌려진다

συνεισβάλλεσθε

(너희는) 이끌려진다

συνεισβάλλονται

(그들은) 이끌려진다

접속법단수 συνεισβάλλωμαι

(나는) 이끌려지자

συνεισβάλλῃ

(너는) 이끌려지자

συνεισβάλληται

(그는) 이끌려지자

쌍수 συνεισβάλλησθον

(너희 둘은) 이끌려지자

συνεισβάλλησθον

(그 둘은) 이끌려지자

복수 συνεισβαλλώμεθα

(우리는) 이끌려지자

συνεισβάλλησθε

(너희는) 이끌려지자

συνεισβάλλωνται

(그들은) 이끌려지자

기원법단수 συνεισβαλλοίμην

(나는) 이끌려지기를 (바라다)

συνεισβάλλοιο

(너는) 이끌려지기를 (바라다)

συνεισβάλλοιτο

(그는) 이끌려지기를 (바라다)

쌍수 συνεισβάλλοισθον

(너희 둘은) 이끌려지기를 (바라다)

συνεισβαλλοίσθην

(그 둘은) 이끌려지기를 (바라다)

복수 συνεισβαλλοίμεθα

(우리는) 이끌려지기를 (바라다)

συνεισβάλλοισθε

(너희는) 이끌려지기를 (바라다)

συνεισβάλλοιντο

(그들은) 이끌려지기를 (바라다)

명령법단수 συνεισβάλλου

(너는) 이끌려져라

συνεισβαλλέσθω

(그는) 이끌려져라

쌍수 συνεισβάλλεσθον

(너희 둘은) 이끌려져라

συνεισβαλλέσθων

(그 둘은) 이끌려져라

복수 συνεισβάλλεσθε

(너희는) 이끌려져라

συνεισβαλλέσθων, συνεισβαλλέσθωσαν

(그들은) 이끌려져라

부정사 συνεισβάλλεσθαι

이끌려지는 것

분사 남성여성중성
συνεισβαλλομενος

συνεισβαλλομενου

συνεισβαλλομενη

συνεισβαλλομενης

συνεισβαλλομενον

συνεισβαλλομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνεισβαλῶ

(나는) 이끌겠다

συνεισβαλεῖς

(너는) 이끌겠다

συνεισβαλεῖ

(그는) 이끌겠다

쌍수 συνεισβαλεῖτον

(너희 둘은) 이끌겠다

συνεισβαλεῖτον

(그 둘은) 이끌겠다

복수 συνεισβαλοῦμεν

(우리는) 이끌겠다

συνεισβαλεῖτε

(너희는) 이끌겠다

συνεισβαλοῦσιν*

(그들은) 이끌겠다

기원법단수 συνεισβαλοῖμι

(나는) 이끌겠기를 (바라다)

συνεισβαλοῖς

(너는) 이끌겠기를 (바라다)

συνεισβαλοῖ

(그는) 이끌겠기를 (바라다)

쌍수 συνεισβαλοῖτον

(너희 둘은) 이끌겠기를 (바라다)

συνεισβαλοίτην

(그 둘은) 이끌겠기를 (바라다)

복수 συνεισβαλοῖμεν

(우리는) 이끌겠기를 (바라다)

συνεισβαλοῖτε

(너희는) 이끌겠기를 (바라다)

συνεισβαλοῖεν

(그들은) 이끌겠기를 (바라다)

부정사 συνεισβαλεῖν

이끌 것

분사 남성여성중성
συνεισβαλων

συνεισβαλουντος

συνεισβαλουσα

συνεισβαλουσης

συνεισβαλουν

συνεισβαλουντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνεισβαλοῦμαι

(나는) 이끌려지겠다

συνεισβαλεῖ, συνεισβαλῇ

(너는) 이끌려지겠다

συνεισβαλεῖται

(그는) 이끌려지겠다

쌍수 συνεισβαλεῖσθον

(너희 둘은) 이끌려지겠다

συνεισβαλεῖσθον

(그 둘은) 이끌려지겠다

복수 συνεισβαλούμεθα

(우리는) 이끌려지겠다

συνεισβαλεῖσθε

(너희는) 이끌려지겠다

συνεισβαλοῦνται

(그들은) 이끌려지겠다

기원법단수 συνεισβαλοίμην

(나는) 이끌려지겠기를 (바라다)

συνεισβαλοῖο

(너는) 이끌려지겠기를 (바라다)

συνεισβαλοῖτο

(그는) 이끌려지겠기를 (바라다)

쌍수 συνεισβαλοῖσθον

(너희 둘은) 이끌려지겠기를 (바라다)

συνεισβαλοίσθην

(그 둘은) 이끌려지겠기를 (바라다)

복수 συνεισβαλοίμεθα

(우리는) 이끌려지겠기를 (바라다)

συνεισβαλοῖσθε

(너희는) 이끌려지겠기를 (바라다)

συνεισβαλοῖντο

(그들은) 이끌려지겠기를 (바라다)

부정사 συνεισβαλεῖσθαι

이끌려질 것

분사 남성여성중성
συνεισβαλουμενος

συνεισβαλουμενου

συνεισβαλουμενη

συνεισβαλουμενης

συνεισβαλουμενον

συνεισβαλουμενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνεισέβαλλον

(나는) 이끌고 있었다

συνεισέβαλλες

(너는) 이끌고 있었다

συνεισέβαλλεν*

(그는) 이끌고 있었다

쌍수 συνεισεβάλλετον

(너희 둘은) 이끌고 있었다

συνεισεβαλλέτην

(그 둘은) 이끌고 있었다

복수 συνεισεβάλλομεν

(우리는) 이끌고 있었다

συνεισεβάλλετε

(너희는) 이끌고 있었다

συνεισέβαλλον

(그들은) 이끌고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνεισεβαλλόμην

(나는) 이끌려지고 있었다

συνεισεβάλλου

(너는) 이끌려지고 있었다

συνεισεβάλλετο

(그는) 이끌려지고 있었다

쌍수 συνεισεβάλλεσθον

(너희 둘은) 이끌려지고 있었다

συνεισεβαλλέσθην

(그 둘은) 이끌려지고 있었다

복수 συνεισεβαλλόμεθα

(우리는) 이끌려지고 있었다

συνεισεβάλλεσθε

(너희는) 이끌려지고 있었다

συνεισεβάλλοντο

(그들은) 이끌려지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 이끌다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION