προσεμβάλλω?
비축약 동사;
로마알파벳 전사: prosemballō
고전 발음: [쁘로셈발로:]
신약 발음: [쁘로샘발로]
기본형:
προσεμβάλλω
형태분석:
προς
(접두사)
+
ἐμ
(접두사)
+
βάλλ
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- to throw or put into besides
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- ἔτι τοίνυν τόδε σκεψώμεθα, ὅπως μὴ ἡμᾶς τὰ πολλὰ ταῦτα ὀνόματα ἐς ταὐτὸν τείνοντα ἐξαπατᾷ, εἰ τῷ ὄντι μὲν οἱ θέμενοι αὐτὰ διανοηθέντες γε ἔθεντο ὡς ἰόντων ἁπάντων ἀεὶ καὶ ῥεόντων - φαίνονται γὰρ ἔμοιγε καὶ αὐτῷ οὕτω διανοηθῆναι - τὸ δ, εἰ ἔτυχεν, οὐχ οὕτως ἔχει, ἀλλ οὗτοι αὐτοί τε ὥσπερ εἴς τινα δίνην ἐμπεσόντες κυκῶνται καὶ ἡμᾶς ἐφελκόμενοι προσεμβάλλουσιν. (Plato, Cratylus, Theaetetus, Sophist, Statesman, 336:5)
(플라톤, Cratylus, Theaetetus, Sophist, Statesman, 336:5)
- μίξαντες δὲ κατὰ τὸ πλῆθος ἀνάλογον μολίβδου βῶλον καὶ χόνδρους ἁλῶν, ἔτι δὲ βραχὺ καττιτέρου, καὶ κρίθινον πίτυρον προσεμβάλλουσιν: (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, book 3, chapter 14 3:2)
(디오도로스 시켈로스, Bibliotheca Historica, book 3, chapter 14 3:2)
유의어
-
to throw or put into besides
- ἐπεισβάλλω (to throw into besides)
- παρακαταβάλλω (두다, 놓다, 놓이다)
- προσεπιρρίπτω (to throw to besides)
- παραχώννυμι (to throw up beside)
- ἐμβάλλω (던지다, 집어넣다, 자신을 ~로 던지다)
- ἐφίημι (안으로 나르다, 희생하다)
- ἐνδύω (들어가다, 입다, 입장하다)
- εἰσβάλλω (안으로 나르다, 희생하다, 제공하다)
- προσαποβάλλω (to throw away besides)
- ἀπορρίπτω (버리다, 잊어버리다, 던지다)
- καταβάλλω (던지다, 자신을 ~로 던지다, 앞으로 던지다)
- ἐμβάλλω (주다, 두다, 연회를 베풀다)
- εἰστίθημι (안으로 던지다)
파생어
- ἀμφιβάλλω (입다, 올려놓다, 바르다)
- ἀναβάλλω (두다, 놓다, 연기하다)
- ἀποβάλλω (거절하다, 거부하다, 버리다)
- βάλλω (던지다, 내던지다, 떨어뜨리다)
- διαβάλλω (모욕하다, 중상하다, 욕하다)
- εἰσβάλλω (안으로 나르다, 희생하다, 제공하다)
- ἐκβάλλω (밖으로 던지다, 물가에 던지다, 추방하다)
- ἐμβάλλω (던지다, 집어넣다, 자신을 ~로 던지다)
- ἐνδιαβάλλω (to calumniate in)
- ἐπαναβάλλω (연기하다, 미루다, 휴회시키다)
- ἐπεμβάλλω (입다, 올려놓다, 바르다)
- ἐπιβάλλω (붙이다, 덧붙이다, 언급하다)
- καταβάλλω (끌어내리다, 전복시키다, 낮추다)
- μεταβάλλω (넘겨 던지다, ~를 지나가다, 거치다)
- παραβάλλω (노출시키다, 불거지다, 드러내다)
- παρακαταβάλλω (두다, 놓다, 놓이다)
- παρεμβάλλω (넣다, 지르다, 삽입하다)
- περιβάλλω (~에 대해 말하지 않다, 침묵을 유지하다, 조사하다)
- προαναβάλλομαι (to say or sing by way of prelude)
- προβάλλω (시작하다, 내다, 착수하다)
- προδιαβάλλω (먼저 보다, 미리 보다)
- προεμβάλλω (to put in or insert before, first striking against, to make the charge)
- προπαραβάλλω (to put beside beforehand, to do so for oneself)
- προσαποβάλλω (to throw away besides)
- προσβάλλω (지다, 적용하다, 심다)
- προσδιαβάλλω (to insinuate besides, to slander besides)
- προσπεριβάλλω (둘러싸다, 포위하다, 붙들다)
- προυποβάλλω (to put under as a foundation, to be prepared as materials)
- συγκαταβάλλω (to throw down along with)
- συμβάλλω (연합하다, 참여하다, 연합시키다)
- συνδιαβάλλω (건너오다, 건너다, 건너가다)
- συνεισβάλλω (이끌다, 같이 돌다, 같이 나르다)
- συνεκβάλλω (to cast out along with, to assist in casting out or expelling)
- συνεμβάλλω (to help in applying, to fall upon also, to join in attacking)
- συνεπιβάλλω (고려하다, 숙고하다, 여기다)
- ὑπερβάλλω (강요하다, 넘겨 던지다, ~를 지나가다)
- ὑποβάλλω (던지다, 자신을 ~로 던지다, 앞으로 던지다)