헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

προυποβάλλω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: προυποβάλλω προυποβαλῶ

형태분석: προ (접두사) + ὑπο (접두사) + βάλλ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to put under as a foundation, to be prepared as materials

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προυποβάλλω

προυποβάλλεις

προυποβάλλει

쌍수 προυποβάλλετον

προυποβάλλετον

복수 προυποβάλλομεν

προυποβάλλετε

προυποβάλλουσιν*

접속법단수 προυποβάλλω

προυποβάλλῃς

προυποβάλλῃ

쌍수 προυποβάλλητον

προυποβάλλητον

복수 προυποβάλλωμεν

προυποβάλλητε

προυποβάλλωσιν*

기원법단수 προυποβάλλοιμι

προυποβάλλοις

προυποβάλλοι

쌍수 προυποβάλλοιτον

προυποβαλλοίτην

복수 προυποβάλλοιμεν

προυποβάλλοιτε

προυποβάλλοιεν

명령법단수 προυποβάλλε

προυποβαλλέτω

쌍수 προυποβάλλετον

προυποβαλλέτων

복수 προυποβάλλετε

προυποβαλλόντων, προυποβαλλέτωσαν

부정사 προυποβάλλειν

분사 남성여성중성
προυποβαλλων

προυποβαλλοντος

προυποβαλλουσα

προυποβαλλουσης

προυποβαλλον

προυποβαλλοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προυποβάλλομαι

προυποβάλλει, προυποβάλλῃ

προυποβάλλεται

쌍수 προυποβάλλεσθον

προυποβάλλεσθον

복수 προυποβαλλόμεθα

προυποβάλλεσθε

προυποβάλλονται

접속법단수 προυποβάλλωμαι

προυποβάλλῃ

προυποβάλληται

쌍수 προυποβάλλησθον

προυποβάλλησθον

복수 προυποβαλλώμεθα

προυποβάλλησθε

προυποβάλλωνται

기원법단수 προυποβαλλοίμην

προυποβάλλοιο

προυποβάλλοιτο

쌍수 προυποβάλλοισθον

προυποβαλλοίσθην

복수 προυποβαλλοίμεθα

προυποβάλλοισθε

προυποβάλλοιντο

명령법단수 προυποβάλλου

προυποβαλλέσθω

쌍수 προυποβάλλεσθον

προυποβαλλέσθων

복수 προυποβάλλεσθε

προυποβαλλέσθων, προυποβαλλέσθωσαν

부정사 προυποβάλλεσθαι

분사 남성여성중성
προυποβαλλομενος

προυποβαλλομενου

προυποβαλλομενη

προυποβαλλομενης

προυποβαλλομενον

προυποβαλλομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προυποβαλῶ

προυποβαλεῖς

προυποβαλεῖ

쌍수 προυποβαλεῖτον

προυποβαλεῖτον

복수 προυποβαλοῦμεν

προυποβαλεῖτε

προυποβαλοῦσιν*

기원법단수 προυποβαλοῖμι

προυποβαλοῖς

προυποβαλοῖ

쌍수 προυποβαλοῖτον

προυποβαλοίτην

복수 προυποβαλοῖμεν

προυποβαλοῖτε

προυποβαλοῖεν

부정사 προυποβαλεῖν

분사 남성여성중성
προυποβαλων

προυποβαλουντος

προυποβαλουσα

προυποβαλουσης

προυποβαλουν

προυποβαλουντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προυποβαλοῦμαι

προυποβαλεῖ, προυποβαλῇ

προυποβαλεῖται

쌍수 προυποβαλεῖσθον

προυποβαλεῖσθον

복수 προυποβαλούμεθα

προυποβαλεῖσθε

προυποβαλοῦνται

기원법단수 προυποβαλοίμην

προυποβαλοῖο

προυποβαλοῖτο

쌍수 προυποβαλοῖσθον

προυποβαλοίσθην

복수 προυποβαλοίμεθα

προυποβαλοῖσθε

προυποβαλοῖντο

부정사 προυποβαλεῖσθαι

분사 남성여성중성
προυποβαλουμενος

προυποβαλουμενου

προυποβαλουμενη

προυποβαλουμενης

προυποβαλουμενον

προυποβαλουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION