헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐπεμβάλλω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐπεμβάλλω ἐπεμβαλῶ

형태분석: ἐπ (접두사) + ἐμ (접두사) + βάλλ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 입다, 올려놓다, 바르다
  2. 넣다, 지르다, 삽입하다, 들이다
  1. to put on, to throw down upon
  2. to throw against
  3. to put in besides, insert, thou intrudest
  4. to flow in besides

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπεμβάλλω

(나는) 입다

ἐπεμβάλλεις

(너는) 입다

ἐπεμβάλλει

(그는) 입다

쌍수 ἐπεμβάλλετον

(너희 둘은) 입다

ἐπεμβάλλετον

(그 둘은) 입다

복수 ἐπεμβάλλομεν

(우리는) 입다

ἐπεμβάλλετε

(너희는) 입다

ἐπεμβάλλουσιν*

(그들은) 입다

접속법단수 ἐπεμβάλλω

(나는) 입자

ἐπεμβάλλῃς

(너는) 입자

ἐπεμβάλλῃ

(그는) 입자

쌍수 ἐπεμβάλλητον

(너희 둘은) 입자

ἐπεμβάλλητον

(그 둘은) 입자

복수 ἐπεμβάλλωμεν

(우리는) 입자

ἐπεμβάλλητε

(너희는) 입자

ἐπεμβάλλωσιν*

(그들은) 입자

기원법단수 ἐπεμβάλλοιμι

(나는) 입기를 (바라다)

ἐπεμβάλλοις

(너는) 입기를 (바라다)

ἐπεμβάλλοι

(그는) 입기를 (바라다)

쌍수 ἐπεμβάλλοιτον

(너희 둘은) 입기를 (바라다)

ἐπεμβαλλοίτην

(그 둘은) 입기를 (바라다)

복수 ἐπεμβάλλοιμεν

(우리는) 입기를 (바라다)

ἐπεμβάλλοιτε

(너희는) 입기를 (바라다)

ἐπεμβάλλοιεν

(그들은) 입기를 (바라다)

명령법단수 ἐπεμβάλλε

(너는) 입어라

ἐπεμβαλλέτω

(그는) 입어라

쌍수 ἐπεμβάλλετον

(너희 둘은) 입어라

ἐπεμβαλλέτων

(그 둘은) 입어라

복수 ἐπεμβάλλετε

(너희는) 입어라

ἐπεμβαλλόντων, ἐπεμβαλλέτωσαν

(그들은) 입어라

부정사 ἐπεμβάλλειν

입는 것

분사 남성여성중성
ἐπεμβαλλων

ἐπεμβαλλοντος

ἐπεμβαλλουσα

ἐπεμβαλλουσης

ἐπεμβαλλον

ἐπεμβαλλοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπεμβάλλομαι

(나는) 입히다

ἐπεμβάλλει, ἐπεμβάλλῃ

(너는) 입히다

ἐπεμβάλλεται

(그는) 입히다

쌍수 ἐπεμβάλλεσθον

(너희 둘은) 입히다

ἐπεμβάλλεσθον

(그 둘은) 입히다

복수 ἐπεμβαλλόμεθα

(우리는) 입히다

ἐπεμβάλλεσθε

(너희는) 입히다

ἐπεμβάλλονται

(그들은) 입히다

접속법단수 ἐπεμβάλλωμαι

(나는) 입히자

ἐπεμβάλλῃ

(너는) 입히자

ἐπεμβάλληται

(그는) 입히자

쌍수 ἐπεμβάλλησθον

(너희 둘은) 입히자

ἐπεμβάλλησθον

(그 둘은) 입히자

복수 ἐπεμβαλλώμεθα

(우리는) 입히자

ἐπεμβάλλησθε

(너희는) 입히자

ἐπεμβάλλωνται

(그들은) 입히자

기원법단수 ἐπεμβαλλοίμην

(나는) 입히기를 (바라다)

ἐπεμβάλλοιο

(너는) 입히기를 (바라다)

ἐπεμβάλλοιτο

(그는) 입히기를 (바라다)

쌍수 ἐπεμβάλλοισθον

(너희 둘은) 입히기를 (바라다)

ἐπεμβαλλοίσθην

(그 둘은) 입히기를 (바라다)

복수 ἐπεμβαλλοίμεθα

(우리는) 입히기를 (바라다)

ἐπεμβάλλοισθε

(너희는) 입히기를 (바라다)

ἐπεμβάλλοιντο

(그들은) 입히기를 (바라다)

명령법단수 ἐπεμβάλλου

(너는) 입혀라

ἐπεμβαλλέσθω

(그는) 입혀라

쌍수 ἐπεμβάλλεσθον

(너희 둘은) 입혀라

ἐπεμβαλλέσθων

(그 둘은) 입혀라

복수 ἐπεμβάλλεσθε

(너희는) 입혀라

ἐπεμβαλλέσθων, ἐπεμβαλλέσθωσαν

(그들은) 입혀라

부정사 ἐπεμβάλλεσθαι

입히는 것

분사 남성여성중성
ἐπεμβαλλομενος

ἐπεμβαλλομενου

ἐπεμβαλλομενη

ἐπεμβαλλομενης

ἐπεμβαλλομενον

ἐπεμβαλλομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπεμβαλῶ

(나는) 입겠다

ἐπεμβαλεῖς

(너는) 입겠다

ἐπεμβαλεῖ

(그는) 입겠다

쌍수 ἐπεμβαλεῖτον

(너희 둘은) 입겠다

ἐπεμβαλεῖτον

(그 둘은) 입겠다

복수 ἐπεμβαλοῦμεν

(우리는) 입겠다

ἐπεμβαλεῖτε

(너희는) 입겠다

ἐπεμβαλοῦσιν*

(그들은) 입겠다

기원법단수 ἐπεμβαλοῖμι

(나는) 입겠기를 (바라다)

ἐπεμβαλοῖς

(너는) 입겠기를 (바라다)

ἐπεμβαλοῖ

(그는) 입겠기를 (바라다)

쌍수 ἐπεμβαλοῖτον

(너희 둘은) 입겠기를 (바라다)

ἐπεμβαλοίτην

(그 둘은) 입겠기를 (바라다)

복수 ἐπεμβαλοῖμεν

(우리는) 입겠기를 (바라다)

ἐπεμβαλοῖτε

(너희는) 입겠기를 (바라다)

ἐπεμβαλοῖεν

(그들은) 입겠기를 (바라다)

부정사 ἐπεμβαλεῖν

입을 것

분사 남성여성중성
ἐπεμβαλων

ἐπεμβαλουντος

ἐπεμβαλουσα

ἐπεμβαλουσης

ἐπεμβαλουν

ἐπεμβαλουντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπεμβαλοῦμαι

(나는) 입히겠다

ἐπεμβαλεῖ, ἐπεμβαλῇ

(너는) 입히겠다

ἐπεμβαλεῖται

(그는) 입히겠다

쌍수 ἐπεμβαλεῖσθον

(너희 둘은) 입히겠다

ἐπεμβαλεῖσθον

(그 둘은) 입히겠다

복수 ἐπεμβαλούμεθα

(우리는) 입히겠다

ἐπεμβαλεῖσθε

(너희는) 입히겠다

ἐπεμβαλοῦνται

(그들은) 입히겠다

기원법단수 ἐπεμβαλοίμην

(나는) 입히겠기를 (바라다)

ἐπεμβαλοῖο

(너는) 입히겠기를 (바라다)

ἐπεμβαλοῖτο

(그는) 입히겠기를 (바라다)

쌍수 ἐπεμβαλοῖσθον

(너희 둘은) 입히겠기를 (바라다)

ἐπεμβαλοίσθην

(그 둘은) 입히겠기를 (바라다)

복수 ἐπεμβαλοίμεθα

(우리는) 입히겠기를 (바라다)

ἐπεμβαλοῖσθε

(너희는) 입히겠기를 (바라다)

ἐπεμβαλοῖντο

(그들은) 입히겠기를 (바라다)

부정사 ἐπεμβαλεῖσθαι

입힐 것

분사 남성여성중성
ἐπεμβαλουμενος

ἐπεμβαλουμενου

ἐπεμβαλουμενη

ἐπεμβαλουμενης

ἐπεμβαλουμενον

ἐπεμβαλουμενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπενέβαλλον

(나는) 입고 있었다

ἐπενέβαλλες

(너는) 입고 있었다

ἐπενέβαλλεν*

(그는) 입고 있었다

쌍수 ἐπενεβάλλετον

(너희 둘은) 입고 있었다

ἐπενεβαλλέτην

(그 둘은) 입고 있었다

복수 ἐπενεβάλλομεν

(우리는) 입고 있었다

ἐπενεβάλλετε

(너희는) 입고 있었다

ἐπενέβαλλον

(그들은) 입고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπενεβαλλόμην

(나는) 입히고 있었다

ἐπενεβάλλου

(너는) 입히고 있었다

ἐπενεβάλλετο

(그는) 입히고 있었다

쌍수 ἐπενεβάλλεσθον

(너희 둘은) 입히고 있었다

ἐπενεβαλλέσθην

(그 둘은) 입히고 있었다

복수 ἐπενεβαλλόμεθα

(우리는) 입히고 있었다

ἐπενεβάλλεσθε

(너희는) 입히고 있었다

ἐπενεβάλλοντο

(그들은) 입히고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οὐ γάρ, οἶμαι, χρὴ παρὰ τῶν ποιητῶν ἐσ τὸ λεπτότατον ἀκριβολογουμένουσ ἀπαιτεῖν κατὰ συλλαβὴν ἑκάστην ἐντελῆ πάντωσ τὰ εἰρημένα, κἂν εἴ τι ἐν τῷ τῆσ ποιήσεωσ δρόμῳ παραρρυὲν λάθῃ, πικρῶσ τοῦτο ἐξετάζειν, ἀλλ̓ εἰδέναι ὅτι πολλὰ ἡμεῖσ καὶ τῶν μέτρων ἕνεκα καὶ τῆσ εὐφωνίασ ἐπεμβάλλομεν· (Lucian, 8:2)

    (루키아노스, 8:2)

  • ἵνα δὲ ἔτι σαφέστερόν σοι γένηται ὁποῖόν τί ἐστι τὸ διὰ μέσου ἐμβαλεῖν πλείω νοήματα, ἐκεῖνο σαφέστατον παράδειγμα ἐν τῷ τῆσ παραπρεσβείασ τὸ γὰρ πρὸσ ἄνδρα θνητόν, ἓν νόημα ἐκ προσώπου, καὶ διὰ καιρούσ τινασ ἰσχύοντα γράφοντασ εἰρήνην ἀθάνατον συνθέσθαι τὴν κατὰ τῆσ πόλεωσ αἰσχύνην, τὸ πρᾶγμα τὸ γινόμενον, τὸ δὲ ἐπ’ αὐτῷ καὶ οὔπω ἀπήρτισται, ἀλλ’ ἐπεμβάλλει. (Aristides, Aelius, Ars Rhetorica, , 5:1)

    (아리스티데스, 아일리오스, Ars Rhetorica, , 5:1)

  • ἐπεὶ δὲ τῆσδε γῆσ σωτῆρα σαυτὸν τῷδ’ ἐπεμβάλλεισ λόγῳ, παραινέσαι σοι βούλομαι τὰ σύμφορα. (Sophocles, Oedipus at Colonus, episode 5:2)

    (소포클레스, Oedipus at Colonus, episode 5:2)

  • κατορθοῖ γὰρ ἡ μὲν ἀριστερὰ αὐτό, ἡ δὲ δεξιὰ ἐπεμβάλλει· (Xenophon, Minor Works, , chapter 10 12:2)

    (크세노폰, Minor Works, , chapter 10 12:2)

  • πρῶτον μὲν γὰρ τὸ τοιόνδε δεῖ ἐννοῆσαι περὶ ὀνομάτων, ὅτι πολλάκισ ἐπεμβάλλομεν γράμματα, τὰ δ’ ἐξαιροῦμεν, παρ’ ὃ βουλόμεθα ὀνομάζοντεσ, καὶ τὰσ ὀξύτητασ μεταβάλλομεν. (Plato, Cratylus, Theaetetus, Sophist, Statesman, 95:6)

    (플라톤, Cratylus, Theaetetus, Sophist, Statesman, 95:6)

유의어

  1. 입다

  2. to throw against

  3. to flow in besides

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION