헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐπιρρίπτω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐπιρρίπτω ἐπιρρίψω

형태분석: ἐπιρρίπτ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 놓다, ~에 원인이 있다, ~에 앉다, 낳다, 안으로 던지다
  1. to cast at, to lay, upon, to throw upon
  2. to throw oneself upon

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπιρρίπτω

(나는) 놓는다

ἐπιρρίπτεις

(너는) 놓는다

ἐπιρρίπτει

(그는) 놓는다

쌍수 ἐπιρρίπτετον

(너희 둘은) 놓는다

ἐπιρρίπτετον

(그 둘은) 놓는다

복수 ἐπιρρίπτομεν

(우리는) 놓는다

ἐπιρρίπτετε

(너희는) 놓는다

ἐπιρρίπτουσιν*

(그들은) 놓는다

접속법단수 ἐπιρρίπτω

(나는) 놓자

ἐπιρρίπτῃς

(너는) 놓자

ἐπιρρίπτῃ

(그는) 놓자

쌍수 ἐπιρρίπτητον

(너희 둘은) 놓자

ἐπιρρίπτητον

(그 둘은) 놓자

복수 ἐπιρρίπτωμεν

(우리는) 놓자

ἐπιρρίπτητε

(너희는) 놓자

ἐπιρρίπτωσιν*

(그들은) 놓자

기원법단수 ἐπιρρίπτοιμι

(나는) 놓기를 (바라다)

ἐπιρρίπτοις

(너는) 놓기를 (바라다)

ἐπιρρίπτοι

(그는) 놓기를 (바라다)

쌍수 ἐπιρρίπτοιτον

(너희 둘은) 놓기를 (바라다)

ἐπιρριπτοίτην

(그 둘은) 놓기를 (바라다)

복수 ἐπιρρίπτοιμεν

(우리는) 놓기를 (바라다)

ἐπιρρίπτοιτε

(너희는) 놓기를 (바라다)

ἐπιρρίπτοιεν

(그들은) 놓기를 (바라다)

명령법단수 ἐπίρριπτε

(너는) 놓아라

ἐπιρριπτέτω

(그는) 놓아라

쌍수 ἐπιρρίπτετον

(너희 둘은) 놓아라

ἐπιρριπτέτων

(그 둘은) 놓아라

복수 ἐπιρρίπτετε

(너희는) 놓아라

ἐπιρριπτόντων, ἐπιρριπτέτωσαν

(그들은) 놓아라

부정사 ἐπιρρίπτειν

놓는 것

분사 남성여성중성
ἐπιρριπτων

ἐπιρριπτοντος

ἐπιρριπτουσα

ἐπιρριπτουσης

ἐπιρριπτον

ἐπιρριπτοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπιρρίπτομαι

(나는) 놓여진다

ἐπιρρίπτει, ἐπιρρίπτῃ

(너는) 놓여진다

ἐπιρρίπτεται

(그는) 놓여진다

쌍수 ἐπιρρίπτεσθον

(너희 둘은) 놓여진다

ἐπιρρίπτεσθον

(그 둘은) 놓여진다

복수 ἐπιρριπτόμεθα

(우리는) 놓여진다

ἐπιρρίπτεσθε

(너희는) 놓여진다

ἐπιρρίπτονται

(그들은) 놓여진다

접속법단수 ἐπιρρίπτωμαι

(나는) 놓여지자

ἐπιρρίπτῃ

(너는) 놓여지자

ἐπιρρίπτηται

(그는) 놓여지자

쌍수 ἐπιρρίπτησθον

(너희 둘은) 놓여지자

ἐπιρρίπτησθον

(그 둘은) 놓여지자

복수 ἐπιρριπτώμεθα

(우리는) 놓여지자

ἐπιρρίπτησθε

(너희는) 놓여지자

ἐπιρρίπτωνται

(그들은) 놓여지자

기원법단수 ἐπιρριπτοίμην

(나는) 놓여지기를 (바라다)

ἐπιρρίπτοιο

(너는) 놓여지기를 (바라다)

ἐπιρρίπτοιτο

(그는) 놓여지기를 (바라다)

쌍수 ἐπιρρίπτοισθον

(너희 둘은) 놓여지기를 (바라다)

ἐπιρριπτοίσθην

(그 둘은) 놓여지기를 (바라다)

복수 ἐπιρριπτοίμεθα

(우리는) 놓여지기를 (바라다)

ἐπιρρίπτοισθε

(너희는) 놓여지기를 (바라다)

ἐπιρρίπτοιντο

(그들은) 놓여지기를 (바라다)

명령법단수 ἐπιρρίπτου

(너는) 놓여져라

ἐπιρριπτέσθω

(그는) 놓여져라

쌍수 ἐπιρρίπτεσθον

(너희 둘은) 놓여져라

ἐπιρριπτέσθων

(그 둘은) 놓여져라

복수 ἐπιρρίπτεσθε

(너희는) 놓여져라

ἐπιρριπτέσθων, ἐπιρριπτέσθωσαν

(그들은) 놓여져라

부정사 ἐπιρρίπτεσθαι

놓여지는 것

분사 남성여성중성
ἐπιρριπτομενος

ἐπιρριπτομενου

ἐπιρριπτομενη

ἐπιρριπτομενης

ἐπιρριπτομενον

ἐπιρριπτομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπιρρίψω

(나는) 놓겠다

ἐπιρρίψεις

(너는) 놓겠다

ἐπιρρίψει

(그는) 놓겠다

쌍수 ἐπιρρίψετον

(너희 둘은) 놓겠다

ἐπιρρίψετον

(그 둘은) 놓겠다

복수 ἐπιρρίψομεν

(우리는) 놓겠다

ἐπιρρίψετε

(너희는) 놓겠다

ἐπιρρίψουσιν*

(그들은) 놓겠다

기원법단수 ἐπιρρίψοιμι

(나는) 놓겠기를 (바라다)

ἐπιρρίψοις

(너는) 놓겠기를 (바라다)

ἐπιρρίψοι

(그는) 놓겠기를 (바라다)

쌍수 ἐπιρρίψοιτον

(너희 둘은) 놓겠기를 (바라다)

ἐπιρριψοίτην

(그 둘은) 놓겠기를 (바라다)

복수 ἐπιρρίψοιμεν

(우리는) 놓겠기를 (바라다)

ἐπιρρίψοιτε

(너희는) 놓겠기를 (바라다)

ἐπιρρίψοιεν

(그들은) 놓겠기를 (바라다)

부정사 ἐπιρρίψειν

놓을 것

분사 남성여성중성
ἐπιρριψων

ἐπιρριψοντος

ἐπιρριψουσα

ἐπιρριψουσης

ἐπιρριψον

ἐπιρριψοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπιρρίψομαι

(나는) 놓여지겠다

ἐπιρρίψει, ἐπιρρίψῃ

(너는) 놓여지겠다

ἐπιρρίψεται

(그는) 놓여지겠다

쌍수 ἐπιρρίψεσθον

(너희 둘은) 놓여지겠다

ἐπιρρίψεσθον

(그 둘은) 놓여지겠다

복수 ἐπιρριψόμεθα

(우리는) 놓여지겠다

ἐπιρρίψεσθε

(너희는) 놓여지겠다

ἐπιρρίψονται

(그들은) 놓여지겠다

기원법단수 ἐπιρριψοίμην

(나는) 놓여지겠기를 (바라다)

ἐπιρρίψοιο

(너는) 놓여지겠기를 (바라다)

ἐπιρρίψοιτο

(그는) 놓여지겠기를 (바라다)

쌍수 ἐπιρρίψοισθον

(너희 둘은) 놓여지겠기를 (바라다)

ἐπιρριψοίσθην

(그 둘은) 놓여지겠기를 (바라다)

복수 ἐπιρριψοίμεθα

(우리는) 놓여지겠기를 (바라다)

ἐπιρρίψοισθε

(너희는) 놓여지겠기를 (바라다)

ἐπιρρίψοιντο

(그들은) 놓여지겠기를 (바라다)

부정사 ἐπιρρίψεσθαι

놓여질 것

분사 남성여성중성
ἐπιρριψομενος

ἐπιρριψομενου

ἐπιρριψομενη

ἐπιρριψομενης

ἐπιρριψομενον

ἐπιρριψομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ή̓πιρριπτον

(나는) 놓고 있었다

ή̓πιρριπτες

(너는) 놓고 있었다

ή̓πιρριπτεν*

(그는) 놓고 있었다

쌍수 ἠπῖρριπτετον

(너희 둘은) 놓고 있었다

ἠπίρριπτετην

(그 둘은) 놓고 있었다

복수 ἠπῖρριπτομεν

(우리는) 놓고 있었다

ἠπῖρριπτετε

(너희는) 놓고 있었다

ή̓πιρριπτον

(그들은) 놓고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἠπίρριπτομην

(나는) 놓여지고 있었다

ἠπῖρριπτου

(너는) 놓여지고 있었다

ἠπῖρριπτετο

(그는) 놓여지고 있었다

쌍수 ἠπῖρριπτεσθον

(너희 둘은) 놓여지고 있었다

ἠπίρριπτεσθην

(그 둘은) 놓여지고 있었다

복수 ἠπίρριπτομεθα

(우리는) 놓여지고 있었다

ἠπῖρριπτεσθε

(너희는) 놓여지고 있었다

ἠπῖρριπτοντο

(그들은) 놓여지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὅτε δὲ καὶ δοκοὺσ ἤ τι τοιοῦτον ἐγχειρήσαιεν ἐπιρρίπτειν ἀπὸ τῶν ἐπάλξεων, ὁμοῦ πάντεσ ἀπεσύροντο καὶ κατεφέροντο πρὸσ τὴν γῆν. (Polybius, Histories, book 10, chapter 13 9:1)

    (폴리비오스, Histories, book 10, chapter 13 9:1)

유의어

  1. 놓다

  2. to throw oneself upon

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION