헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀπορρίπτω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀπορρίπτω

형태분석: ἀπορρίπτ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 버리다, 잊어버리다, 던지다
  2. 포기하다, 빼앗다, 없애다
  3. 뛰어내리다, 말하다, 언급하다
  1. to throw away, put away
  2. to cast forth, outcasts
  3. to disown, renounce
  4. to throw aside, set at naught
  5. to shoot forth bold, keen, to let fall

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀπορρίπτω

(나는) 버린다

ἀπορρίπτεις

(너는) 버린다

ἀπορρίπτει

(그는) 버린다

쌍수 ἀπορρίπτετον

(너희 둘은) 버린다

ἀπορρίπτετον

(그 둘은) 버린다

복수 ἀπορρίπτομεν

(우리는) 버린다

ἀπορρίπτετε

(너희는) 버린다

ἀπορρίπτουσιν*

(그들은) 버린다

접속법단수 ἀπορρίπτω

(나는) 버리자

ἀπορρίπτῃς

(너는) 버리자

ἀπορρίπτῃ

(그는) 버리자

쌍수 ἀπορρίπτητον

(너희 둘은) 버리자

ἀπορρίπτητον

(그 둘은) 버리자

복수 ἀπορρίπτωμεν

(우리는) 버리자

ἀπορρίπτητε

(너희는) 버리자

ἀπορρίπτωσιν*

(그들은) 버리자

기원법단수 ἀπορρίπτοιμι

(나는) 버리기를 (바라다)

ἀπορρίπτοις

(너는) 버리기를 (바라다)

ἀπορρίπτοι

(그는) 버리기를 (바라다)

쌍수 ἀπορρίπτοιτον

(너희 둘은) 버리기를 (바라다)

ἀπορριπτοίτην

(그 둘은) 버리기를 (바라다)

복수 ἀπορρίπτοιμεν

(우리는) 버리기를 (바라다)

ἀπορρίπτοιτε

(너희는) 버리기를 (바라다)

ἀπορρίπτοιεν

(그들은) 버리기를 (바라다)

명령법단수 ἀπόρριπτε

(너는) 버려라

ἀπορριπτέτω

(그는) 버려라

쌍수 ἀπορρίπτετον

(너희 둘은) 버려라

ἀπορριπτέτων

(그 둘은) 버려라

복수 ἀπορρίπτετε

(너희는) 버려라

ἀπορριπτόντων, ἀπορριπτέτωσαν

(그들은) 버려라

부정사 ἀπορρίπτειν

버리는 것

분사 남성여성중성
ἀπορριπτων

ἀπορριπτοντος

ἀπορριπτουσα

ἀπορριπτουσης

ἀπορριπτον

ἀπορριπτοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀπορρίπτομαι

(나는) 버려진다

ἀπορρίπτει, ἀπορρίπτῃ

(너는) 버려진다

ἀπορρίπτεται

(그는) 버려진다

쌍수 ἀπορρίπτεσθον

(너희 둘은) 버려진다

ἀπορρίπτεσθον

(그 둘은) 버려진다

복수 ἀπορριπτόμεθα

(우리는) 버려진다

ἀπορρίπτεσθε

(너희는) 버려진다

ἀπορρίπτονται

(그들은) 버려진다

접속법단수 ἀπορρίπτωμαι

(나는) 버려지자

ἀπορρίπτῃ

(너는) 버려지자

ἀπορρίπτηται

(그는) 버려지자

쌍수 ἀπορρίπτησθον

(너희 둘은) 버려지자

ἀπορρίπτησθον

(그 둘은) 버려지자

복수 ἀπορριπτώμεθα

(우리는) 버려지자

ἀπορρίπτησθε

(너희는) 버려지자

ἀπορρίπτωνται

(그들은) 버려지자

기원법단수 ἀπορριπτοίμην

(나는) 버려지기를 (바라다)

ἀπορρίπτοιο

(너는) 버려지기를 (바라다)

ἀπορρίπτοιτο

(그는) 버려지기를 (바라다)

쌍수 ἀπορρίπτοισθον

(너희 둘은) 버려지기를 (바라다)

ἀπορριπτοίσθην

(그 둘은) 버려지기를 (바라다)

복수 ἀπορριπτοίμεθα

(우리는) 버려지기를 (바라다)

ἀπορρίπτοισθε

(너희는) 버려지기를 (바라다)

ἀπορρίπτοιντο

(그들은) 버려지기를 (바라다)

명령법단수 ἀπορρίπτου

(너는) 버려져라

ἀπορριπτέσθω

(그는) 버려져라

쌍수 ἀπορρίπτεσθον

(너희 둘은) 버려져라

ἀπορριπτέσθων

(그 둘은) 버려져라

복수 ἀπορρίπτεσθε

(너희는) 버려져라

ἀπορριπτέσθων, ἀπορριπτέσθωσαν

(그들은) 버려져라

부정사 ἀπορρίπτεσθαι

버려지는 것

분사 남성여성중성
ἀπορριπτομενος

ἀπορριπτομενου

ἀπορριπτομενη

ἀπορριπτομενης

ἀπορριπτομενον

ἀπορριπτομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἠπόρριπτον

(나는) 버리고 있었다

ἠπόρριπτες

(너는) 버리고 있었다

ἠπόρριπτεν*

(그는) 버리고 있었다

쌍수 ἠπορρίπτετον

(너희 둘은) 버리고 있었다

ἠπορριπτέτην

(그 둘은) 버리고 있었다

복수 ἠπορρίπτομεν

(우리는) 버리고 있었다

ἠπορρίπτετε

(너희는) 버리고 있었다

ἠπόρριπτον

(그들은) 버리고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἠπορριπτόμην

(나는) 버려지고 있었다

ἠπορρίπτου

(너는) 버려지고 있었다

ἠπορρίπτετο

(그는) 버려지고 있었다

쌍수 ἠπορρίπτεσθον

(너희 둘은) 버려지고 있었다

ἠπορριπτέσθην

(그 둘은) 버려지고 있었다

복수 ἠπορριπτόμεθα

(우리는) 버려지고 있었다

ἠπορρίπτεσθε

(너희는) 버려지고 있었다

ἠπορρίπτοντο

(그들은) 버려지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Κεῖραι τὴν κεφαλήν σου καὶ ἀπόρριπτε καὶ ἀνάλαβε ἐπὶ χειλέων θρῆνον, ὅτι ἀπεδοκίμασε Κύριοσ καὶ ἀπώσατο τὴν γενεὰν τὴν ποιοῦσαν ταῦτα. (Septuagint, Liber Ieremiae 7:27)

    (70인역 성경, 예레미야서 7:27)

  • ὁπόταν οὖν τὰ τοιαῦτα λέγῃ, μισεῖσ κἀκεῖνον καὶ ἀπορρίπτεισ τὸ βιβλίον, ἢ δίδωσ αὐτῷ ἐλευθεριάζειν ἐν τῷ ἐπαίνῳ ; (Lucian, Pro imaginibus, (no name) 24:4)

    (루키아노스, Pro imaginibus, (no name) 24:4)

  • ‐ καὶ ἅμα λέγων τὴν ὀθόνην περισπᾶν ἐπεχείρει, ἣν ὁ παῖσ εἶχε τοῦ Ζηνοθέμιδοσ, μεστὴν οὖσαν παντοδαπῶν κρεῶν, καὶ ἔμελλε λύσασ ἀπορρίπτειν αὐτὰ εἰσ τὸ ἔδαφοσ, ἀλλ’ ὁ παῖσ οὐκ ἀνῆκε καρτερῶσ ἀντεχόμενοσ. (Lucian, Symposium, (no name) 36:3)

    (루키아노스, Symposium, (no name) 36:3)

  • ἔτι κἀκεῖνο εἰπεῖν ἄξιον, ὅτι οὐδὲ τερπνὸν ἐν αὐτῇ τὸ κομιδῇ μυθῶδεσ καὶ τὸ τῶν ἐπαίνων μάλιστα πρόσαντεσ παῤ ἑκάτερον τοῖσ ἀκούουσιν, ἢν μὴ τὸν συρφετὸν καὶ τὸν πολὺν δῆμον ἐπινοῇσ, ἀλλὰ τοὺσ δικαστικῶσ καὶ νὴ Δία συκοφαντικῶσ προσέτι γε ἀκροασομένουσ, οὓσ οὐκ ἄν τι λάθοι παραδραμόν, ὀξύτερον μὲν τοῦ Ἄργου ὁρῶντασ καὶ πανταχόθεν τοῦ σώματοσ, ἀργυραμοιβικῶσ δὲ τῶν λεγομένων ἕκαστα ἐξετάζοντασ, ὡσ τὰ μὲν παρακεκομμένα εὐθὺσ ἀπορρίπτειν, παραδέχεσθαι δὲ τὰ δόκιμα καὶ ἔννομα καὶ ἀκριβῆ τὸν τύπον, πρὸσ οὓσ ἀποβλέποντα χρὴ συγγράφειν, τῶν δὲ ἄλλων ὀλίγον φροντίζειν, κἂν διαρραγῶσιν ἐπαινοῦντεσ. (Lucian, Quomodo historia conscribenda sit, chapter 101)

    (루키아노스, Quomodo historia conscribenda sit, chapter 101)

  • προσλαλῶν ἀπορρίπτειν ἀπὸ τοῦ στόματοσ· (Theophrastus, Characters, 4:4)

    (테오프라스토스, Characters, 4:4)

유의어

  1. 버리다

  2. to cast forth

  3. 포기하다

  4. to throw aside

  5. 뛰어내리다

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION