ἀπορρίπτω?
Non-contract Verb;
자동번역
Transliteration: aporriptō
Principal Part:
ἀπορρίπτω
Structure:
ἀπορρίπτ
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- to throw away, put away
- to cast forth, outcasts
- to disown, renounce
- to throw aside, set at naught
- to shoot forth bold, keen, to let fall
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- Κεῖραι τὴν κεφαλήν σου καὶ ἀπόρριπτε καὶ ἀνάλαβε ἐπὶ χειλέων θρῆνον, ὅτι ἀπεδοκίμασε Κύριος καὶ ἀπώσατο τὴν γενεὰν τὴν ποιοῦσαν ταῦτα. (Septuagint, Liber Ieremiae 7:27)
- ὁπόταν οὖν τὰ τοιαῦτα λέγῃ, μισεῖς κἀκεῖνον καὶ ἀπορρίπτεις τὸ βιβλίον, ἢ δίδως αὐτῷ ἐλευθεριάζειν ἐν τῷ ἐπαίνῳ · (Lucian, Pro imaginibus, (no name) 24:4)
- - καὶ ἅμα λέγων τὴν ὀθόνην περισπᾶν ἐπεχείρει, ἣν ὁ παῖς εἶχε τοῦ Ζηνοθέμιδος, μεστὴν οὖσαν παντοδαπῶν κρεῶν, καὶ ἔμελλε λύσας ἀπορρίπτειν αὐτὰ εἰς τὸ ἔδαφος, ἀλλ ὁ παῖς οὐκ ἀνῆκε καρτερῶς ἀντεχόμενος. (Lucian, Symposium, (no name) 36:3)
- ἔτι κἀκεῖνο εἰπεῖν ἄξιον, ὅτι οὐδὲ τερπνὸν ἐν αὐτῇ τὸ κομιδῇ μυθῶδες καὶ τὸ τῶν ἐπαίνων μάλιστα πρόσαντες παῤ ἑκάτερον τοῖς ἀκούουσιν, ἢν μὴ τὸν συρφετὸν καὶ τὸν πολὺν δῆμον ἐπινοῇς, ἀλλὰ τοὺς δικαστικῶς καὶ νὴ Δία συκοφαντικῶς προσέτι γε ἀκροασομένους, οὓς οὐκ ἄν τι λάθοι παραδραμόν, ὀξύτερον μὲν τοῦ Ἄργου ὁρῶντας καὶ πανταχόθεν τοῦ σώματος, ἀργυραμοιβικῶς δὲ τῶν λεγομένων ἕκαστα ἐξετάζοντας, ὡς τὰ μὲν παρακεκομμένα εὐθὺς ἀπορρίπτειν, παραδέχεσθαι δὲ τὰ δόκιμα καὶ ἔννομα καὶ ἀκριβῆ τὸν τύπον, πρὸς οὓς ἀποβλέποντα χρὴ συγγράφειν, τῶν δὲ ἄλλων ὀλίγον φροντίζειν, κἂν διαρραγῶσιν ἐπαινοῦντες. (Lucian, Quomodo historia conscribenda sit, chapter 101)
- προσλαλῶν ἀπορρίπτειν ἀπὸ τοῦ στόματος: (Theophrastus, Characters, 4:4)
Synonyms
-
to throw away
- ἐμβάλλω (to throw in, put in, to throw)
- ῥίπτω (to throw off or away)
- προσαποβάλλω (to throw away besides)
- διαλύω (to put an end to, do away with)
- προίημι (to throw off, to throw away, to be lavish)
- ἐπεμβάλλω (to put on, to throw down upon)
- παρακαταβάλλω (to throw down beside, put, on)
- προσεμβάλλω (to throw or put into besides)
- ἀπαλλάσσω (to put away or remove, from)
- ἀποκινέω (to remove or put away from)
- ὑποβάλλω (to throw, put or lay under)
-
to cast forth
-
to disown
-
to throw aside
-
to shoot forth bold
- ἀποπροΐημι (to send away forward, send on, to send forth)