헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καταβιάζομαι

비축약 동사; 이상동사 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: καταβιάζομαι καταβιάσομαι

형태분석: κατα (접두사) + βιάζ (어간) + ομαι (인칭어미)

  1. 묶다, 강요하다
  1. to constrain
  2. to be forced

활용 정보

현재 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταβιάζομαι

(나는) 묶는다

καταβιάζει, καταβιάζῃ

(너는) 묶는다

καταβιάζεται

(그는) 묶는다

쌍수 καταβιάζεσθον

(너희 둘은) 묶는다

καταβιάζεσθον

(그 둘은) 묶는다

복수 καταβιαζόμεθα

(우리는) 묶는다

καταβιάζεσθε

(너희는) 묶는다

καταβιάζονται

(그들은) 묶는다

접속법단수 καταβιάζωμαι

(나는) 묶자

καταβιάζῃ

(너는) 묶자

καταβιάζηται

(그는) 묶자

쌍수 καταβιάζησθον

(너희 둘은) 묶자

καταβιάζησθον

(그 둘은) 묶자

복수 καταβιαζώμεθα

(우리는) 묶자

καταβιάζησθε

(너희는) 묶자

καταβιάζωνται

(그들은) 묶자

기원법단수 καταβιαζοίμην

(나는) 묶기를 (바라다)

καταβιάζοιο

(너는) 묶기를 (바라다)

καταβιάζοιτο

(그는) 묶기를 (바라다)

쌍수 καταβιάζοισθον

(너희 둘은) 묶기를 (바라다)

καταβιαζοίσθην

(그 둘은) 묶기를 (바라다)

복수 καταβιαζοίμεθα

(우리는) 묶기를 (바라다)

καταβιάζοισθε

(너희는) 묶기를 (바라다)

καταβιάζοιντο

(그들은) 묶기를 (바라다)

명령법단수 καταβιάζου

(너는) 묶어라

καταβιαζέσθω

(그는) 묶어라

쌍수 καταβιάζεσθον

(너희 둘은) 묶어라

καταβιαζέσθων

(그 둘은) 묶어라

복수 καταβιάζεσθε

(너희는) 묶어라

καταβιαζέσθων, καταβιαζέσθωσαν

(그들은) 묶어라

부정사 καταβιάζεσθαι

묶는 것

분사 남성여성중성
καταβιαζομενος

καταβιαζομενου

καταβιαζομενη

καταβιαζομενης

καταβιαζομενον

καταβιαζομενου

미래 시제

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταβιάσομαι

(나는) 묶겠다

καταβιάσει, καταβιάσῃ

(너는) 묶겠다

καταβιάσεται

(그는) 묶겠다

쌍수 καταβιάσεσθον

(너희 둘은) 묶겠다

καταβιάσεσθον

(그 둘은) 묶겠다

복수 καταβιασόμεθα

(우리는) 묶겠다

καταβιάσεσθε

(너희는) 묶겠다

καταβιάσονται

(그들은) 묶겠다

기원법단수 καταβιασοίμην

(나는) 묶겠기를 (바라다)

καταβιάσοιο

(너는) 묶겠기를 (바라다)

καταβιάσοιτο

(그는) 묶겠기를 (바라다)

쌍수 καταβιάσοισθον

(너희 둘은) 묶겠기를 (바라다)

καταβιασοίσθην

(그 둘은) 묶겠기를 (바라다)

복수 καταβιασοίμεθα

(우리는) 묶겠기를 (바라다)

καταβιάσοισθε

(너희는) 묶겠기를 (바라다)

καταβιάσοιντο

(그들은) 묶겠기를 (바라다)

부정사 καταβιάσεσθαι

묶을 것

분사 남성여성중성
καταβιασομενος

καταβιασομενου

καταβιασομενη

καταβιασομενης

καταβιασομενον

καταβιασομενου

미완료(Imperfect) 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατεβιαζόμην

(나는) 묶고 있었다

κατεβιάζου

(너는) 묶고 있었다

κατεβιάζετο

(그는) 묶고 있었다

쌍수 κατεβιάζεσθον

(너희 둘은) 묶고 있었다

κατεβιαζέσθην

(그 둘은) 묶고 있었다

복수 κατεβιαζόμεθα

(우리는) 묶고 있었다

κατεβιάζεσθε

(너희는) 묶고 있었다

κατεβιάζοντο

(그들은) 묶고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ κατεβιάζετο αὐτούσ, καὶ ἐξέκλιναν πρὸσ αὐτὸν καὶ εἰσῆλθον εἰσ τὸν οἶκον αὐτοῦ. καὶ ἐποίησεν αὐτοῖσ πότον, καὶ ἀζύμουσ ἔπεψεν αὐτοῖσ, καὶ ἔφαγον. (Septuagint, Liber Genesis 19:3)

    (70인역 성경, 창세기 19:3)

  • καὶ κατεβιάζοντο οἱ Αἰγύπτιοι τὸν λαὸν σπουδῇ ἐκβαλεῖν αὐτοὺσ ἐκ τῆσ γῆσ. εἶπαν γάρ, ὅτι πάντεσ ἡμεῖσ ἀποθνήσκομεν. (Septuagint, Liber Exodus 12:33)

    (70인역 성경, 탈출기 12:33)

  • οὕτω τὰ τῆσ ψυχῆσ μόρια δεῖ μὴ τοῖσ τόποισ καταβιάζεσθαι μηδὲ τοῖσ ὀνόμασιν, ἀλλὰ τὴν δύναμιν καὶ τὴν ἀναλογίαν ἐξετάζειν. (Plutarch, Platonicae quaestiones, chapter 9, section 2 4:1)

    (플루타르코스, Platonicae quaestiones, chapter 9, section 2 4:1)

  • "ὁ γὰρ ἡδονῆσ καὶ ἀλγηδόνοσ ἧλοσ, ὃσ πρὸσ τὸ σῶμα τὴν ψυχὴν προσηλοῖ, μέγιστον κακὸν ἔχειν ἐοίκε, τὸ τὰ αἰσθητὰ ποιεῖν ἐναργέστερα τῶν νοητῶν, καὶ καταβιάζεσθαι πάθει μᾶλλον ἢ λόγῳ κρίνειν τὴν διάνοιαν· (Plutarch, Quaestiones Convivales, book 8, 4:2)

    (플루타르코스, Quaestiones Convivales, book 8, 4:2)

  • οὔτε γὰρ ἐσ τὴν ἰδίαν ἔχθραν ἐκείνῳ λυσιτελεῖν οὔτε Ῥωμαίοισ, ὑφ’ ἑνὶ τηλικαύτην ἀρχὴν γενέσθαι μᾶλλον ἢ τὸν ἕτερον αὐτῶν ἔχειν ἐπὶ τὸν ἕτερον, εἴ τι τὴν πόλιν καταβιάζοιτο. (Appian, The Civil Wars, book 2, chapter 4 5:9)

    (아피아노스, The Civil Wars, book 2, chapter 4 5:9)

유의어

  1. 묶다

  2. to be forced

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION