헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐκτρέχω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐκτρέχω ἐκδραμοῦμαι

형태분석: ἐκ (접두사) + τρέχ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to run out or forth, make a sally
  2. to run off or away
  3. to run beyond bounds, exceed bounds

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκτρέχω

ἐκτρέχεις

ἐκτρέχει

쌍수 ἐκτρέχετον

ἐκτρέχετον

복수 ἐκτρέχομεν

ἐκτρέχετε

ἐκτρέχουσιν*

접속법단수 ἐκτρέχω

ἐκτρέχῃς

ἐκτρέχῃ

쌍수 ἐκτρέχητον

ἐκτρέχητον

복수 ἐκτρέχωμεν

ἐκτρέχητε

ἐκτρέχωσιν*

기원법단수 ἐκτρέχοιμι

ἐκτρέχοις

ἐκτρέχοι

쌍수 ἐκτρέχοιτον

ἐκτρεχοίτην

복수 ἐκτρέχοιμεν

ἐκτρέχοιτε

ἐκτρέχοιεν

명령법단수 ἐκτρέχε

ἐκτρεχέτω

쌍수 ἐκτρέχετον

ἐκτρεχέτων

복수 ἐκτρέχετε

ἐκτρεχόντων, ἐκτρεχέτωσαν

부정사 ἐκτρέχειν

분사 남성여성중성
ἐκτρεχων

ἐκτρεχοντος

ἐκτρεχουσα

ἐκτρεχουσης

ἐκτρεχον

ἐκτρεχοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκτρέχομαι

ἐκτρέχει, ἐκτρέχῃ

ἐκτρέχεται

쌍수 ἐκτρέχεσθον

ἐκτρέχεσθον

복수 ἐκτρεχόμεθα

ἐκτρέχεσθε

ἐκτρέχονται

접속법단수 ἐκτρέχωμαι

ἐκτρέχῃ

ἐκτρέχηται

쌍수 ἐκτρέχησθον

ἐκτρέχησθον

복수 ἐκτρεχώμεθα

ἐκτρέχησθε

ἐκτρέχωνται

기원법단수 ἐκτρεχοίμην

ἐκτρέχοιο

ἐκτρέχοιτο

쌍수 ἐκτρέχοισθον

ἐκτρεχοίσθην

복수 ἐκτρεχοίμεθα

ἐκτρέχοισθε

ἐκτρέχοιντο

명령법단수 ἐκτρέχου

ἐκτρεχέσθω

쌍수 ἐκτρέχεσθον

ἐκτρεχέσθων

복수 ἐκτρέχεσθε

ἐκτρεχέσθων, ἐκτρεχέσθωσαν

부정사 ἐκτρέχεσθαι

분사 남성여성중성
ἐκτρεχομενος

ἐκτρεχομενου

ἐκτρεχομενη

ἐκτρεχομενης

ἐκτρεχομενον

ἐκτρεχομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to run out or forth

  2. to run off or away

  3. to run beyond bounds

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION