헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

δακρύω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: δακρύω

형태분석: δακρύ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 울다, 부르다, 눈물을 흘리다, 날카로운 비명을 지르다
  2. 달리다, 뛰다
  3. 울다, 부르다, 날카로운 비명을 지르다
  1. I cry, weep, shed tears
  2. (of eyes) I run
  3. (of trees) I exude tree sap
  4. I cry, weep for

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 δακρύω

(나는) 운다

δακρύεις

(너는) 운다

δακρύει

(그는) 운다

쌍수 δακρύετον

(너희 둘은) 운다

δακρύετον

(그 둘은) 운다

복수 δακρύομεν

(우리는) 운다

δακρύετε

(너희는) 운다

δακρύουσιν*

(그들은) 운다

접속법단수 δακρύω

(나는) 울자

δακρύῃς

(너는) 울자

δακρύῃ

(그는) 울자

쌍수 δακρύητον

(너희 둘은) 울자

δακρύητον

(그 둘은) 울자

복수 δακρύωμεν

(우리는) 울자

δακρύητε

(너희는) 울자

δακρύωσιν*

(그들은) 울자

기원법단수 δακρύοιμι

(나는) 울기를 (바라다)

δακρύοις

(너는) 울기를 (바라다)

δακρύοι

(그는) 울기를 (바라다)

쌍수 δακρύοιτον

(너희 둘은) 울기를 (바라다)

δακρυοίτην

(그 둘은) 울기를 (바라다)

복수 δακρύοιμεν

(우리는) 울기를 (바라다)

δακρύοιτε

(너희는) 울기를 (바라다)

δακρύοιεν

(그들은) 울기를 (바라다)

명령법단수 δάκρυε

(너는) 울어라

δακρυέτω

(그는) 울어라

쌍수 δακρύετον

(너희 둘은) 울어라

δακρυέτων

(그 둘은) 울어라

복수 δακρύετε

(너희는) 울어라

δακρυόντων, δακρυέτωσαν

(그들은) 울어라

부정사 δακρύειν

우는 것

분사 남성여성중성
δακρυων

δακρυοντος

δακρυουσα

δακρυουσης

δακρυον

δακρυοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 δακρύομαι

(나는) 울려진다

δακρύει, δακρύῃ

(너는) 울려진다

δακρύεται

(그는) 울려진다

쌍수 δακρύεσθον

(너희 둘은) 울려진다

δακρύεσθον

(그 둘은) 울려진다

복수 δακρυόμεθα

(우리는) 울려진다

δακρύεσθε

(너희는) 울려진다

δακρύονται

(그들은) 울려진다

접속법단수 δακρύωμαι

(나는) 울려지자

δακρύῃ

(너는) 울려지자

δακρύηται

(그는) 울려지자

쌍수 δακρύησθον

(너희 둘은) 울려지자

δακρύησθον

(그 둘은) 울려지자

복수 δακρυώμεθα

(우리는) 울려지자

δακρύησθε

(너희는) 울려지자

δακρύωνται

(그들은) 울려지자

기원법단수 δακρυοίμην

(나는) 울려지기를 (바라다)

δακρύοιο

(너는) 울려지기를 (바라다)

δακρύοιτο

(그는) 울려지기를 (바라다)

쌍수 δακρύοισθον

(너희 둘은) 울려지기를 (바라다)

δακρυοίσθην

(그 둘은) 울려지기를 (바라다)

복수 δακρυοίμεθα

(우리는) 울려지기를 (바라다)

δακρύοισθε

(너희는) 울려지기를 (바라다)

δακρύοιντο

(그들은) 울려지기를 (바라다)

명령법단수 δακρύου

(너는) 울려져라

δακρυέσθω

(그는) 울려져라

쌍수 δακρύεσθον

(너희 둘은) 울려져라

δακρυέσθων

(그 둘은) 울려져라

복수 δακρύεσθε

(너희는) 울려져라

δακρυέσθων, δακρυέσθωσαν

(그들은) 울려져라

부정사 δακρύεσθαι

울려지는 것

분사 남성여성중성
δακρυομενος

δακρυομενου

δακρυομενη

δακρυομενης

δακρυομενον

δακρυομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐδάκρυον

(나는) 울고 있었다

ἐδάκρυες

(너는) 울고 있었다

ἐδάκρυεν*

(그는) 울고 있었다

쌍수 ἐδακρύετον

(너희 둘은) 울고 있었다

ἐδακρυέτην

(그 둘은) 울고 있었다

복수 ἐδακρύομεν

(우리는) 울고 있었다

ἐδακρύετε

(너희는) 울고 있었다

ἐδάκρυον

(그들은) 울고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐδακρυόμην

(나는) 울려지고 있었다

ἐδακρύου

(너는) 울려지고 있었다

ἐδακρύετο

(그는) 울려지고 있었다

쌍수 ἐδακρύεσθον

(너희 둘은) 울려지고 있었다

ἐδακρυέσθην

(그 둘은) 울려지고 있었다

복수 ἐδακρυόμεθα

(우리는) 울려지고 있었다

ἐδακρύεσθε

(너희는) 울려지고 있었다

ἐδακρύοντο

(그들은) 울려지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οὕτω γὰρ μετὰ πικρίασ ἀνοίκτου ψυχῆσ ὑπὸ τῶν κατὰ πόλιν στρατηγῶν ὁμοθυμαδὸν ἐξαπεστέλλοντο, ὥστε ἐπὶ ταῖσ ἐξάλλοισ τιμωρίαισ καί τινασ τῶν ἐχθρῶν λαμβάνοντασ πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν τὸν κοινὸν ἔλεον καὶ λογιζομένουσ τὴν ἄδηλον τοῦ βίου καταστροφήν, δακρύειν αὐτῶν τὴν τρισάθλιον ἐξαποστολήν. (Septuagint, Liber Maccabees III 4:4)

    (70인역 성경, Liber Maccabees III 4:4)

  • μνήσθητι ὅτι κακὸν ὀφθαλμὸσ πονηρόσ. πονηρότερον ὀφθαλμοῦ τί ἔκτισται̣ διὰ τοῦτο ἀπὸ παντὸσ προσώπου δακρύει. (Septuagint, Liber Sirach 31:13)

    (70인역 성경, Liber Sirach 31:13)

  • μὴ κλαίετε δάκρυσι, μηδὲ δακρυέτωσαν ἐπὶ τούτοισ. οὐδὲ γὰρ ἀπώσεται ὀνείδη. (Septuagint, Prophetia Michaeae 2:6)

    (70인역 성경, 미카서 2:6)

  • Ἠλέκτ^ου πτέρι καὶ ὑμᾶσ δηλαδὴ ὁ μῦθοσ πέπεικεν, αἰγείρουσ ἐπὶ τῷ Ἠριδανῷ ποταμῷ δακρύειν αὐτὸ θρηνούσασ τὸν Φαέθοντα, καὶ ἀδελφάσ γε εἶναι τὰσ αἰγείρουσ ἐκείνασ τοῦ Φαέθοντοσ, εἶτα ὀδυρομένασ τὸ μειράκιον ἀλλαγῆναι ἐσ τὰ δένδρα, καὶ ἀποστάζειν ἔτι αὐτῶν δάκρυον δῆθεν τὸ ἤλεκτρον. (Lucian, Electrum, (no name) 1:1)

    (루키아노스, Electrum, (no name) 1:1)

  • κἀγὼ τὸν μῦθον διηγούμην αὐτοῖσ, Φαέθοντα γενέσθαι Ἡλίου παῖδα, καὶ τοῦτον ἐσ ἡλικίαν ἐλθόντα αἰτῆσαι παρὰ τοῦ πατρὸσ ἐλάσαι τὸ ἁρ́μα, ὡσ ποιήσειε καὶ αὐτὸσ μίαν ἡμέραν, τὸν δὲ δοῦναι, τὸν δὲ ἀπολέσθαι ἐκδιφρευθέντα, καὶ τὰσ ἀδελφὰσ αὐτοῦ πενθούσασ ἐνταῦθά που, ἔφην, παρ’ ὑμῖν, ἵναπερ καὶ κατέπεσεν, ἐπὶ τῷ Ἠριδανῷ, αἰγείρουσ γενέσθαι καὶ δακρύειν ἔτι ἐπ’ αὐτῷ τὸ ἤλεκτρον, τίσ ταῦτά σοι, ἔφασκον, διηγήσατο ἀπατεὼν καὶ ψευδολόγοσ ἄνθρωποσ; (Lucian, Electrum, (no name) 2:4)

    (루키아노스, Electrum, (no name) 2:4)

  • πρὸ γὰρ τῶν σίτων μου στεναγμόσ μοι ἥκει, δακρύω δὲ ἐγὼ συνεχόμενοσ φόβῳ. (Septuagint, Liber Iob 3:24)

    (70인역 성경, 욥기 3:24)

  • ὦ φίλτατ’ ἀνδρῶν Πρίαμε, φιλτάτη δὲ σύ, Ἑκάβη, δακρύω σ’ εἰσορῶν πόλιν τε σὴν τήν τ’ ἀρτίωσ θανοῦσαν ἔκγονον σέθεν. (Euripides, Hecuba, episode1)

    (에우리피데스, Hecuba, episode1)

  • καταλειπομέναν σε δακρύω, νῦν τέλοσ οἰκτρὸν ὁρᾷσ. (Euripides, The Trojan Women, episode, antistrophe 34)

    (에우리피데스, The Trojan Women, episode, antistrophe 34)

  • ἐγὼ δ̓ ἐπὶ τούτοισ δακρύω καὶ συνίημι ὑβριζομένη. (Lucian, Dialogi meretricii, 1:7)

    (루키아노스, Dialogi meretricii, 1:7)

  • αἵ τε τοῖσ πενθοῦσιν ἐφέσεισ τοῦ ἀποκλαῦσαι καὶ ἀποδύρασθαι πολύ τι τῆσ λύπησ ἅμα τῷ δακρύῳ συνεξάγουσιν· (Plutarch, De cohibenda ira, section 5 3:3)

    (플루타르코스, De cohibenda ira, section 5 3:3)

유의어

  1. 울다

  2. 달리다

  3. 울다

파생어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION