헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀμείλικτος

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀμείλικτος ἀμείλικτη ἀμείλικτον

형태분석: ἀ (접두사) + μειλικτ (어간) + ος (어미)

어원: meili/ssw

  1. 잔인한, 무자비한, 거친
  1. unsoftened, cruel

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 ἀμείλικτος

잔인한 (이)가

ἀμείλίκτη

잔인한 (이)가

ἀμείλικτον

잔인한 (것)가

속격 ἀμειλίκτου

잔인한 (이)의

ἀμείλίκτης

잔인한 (이)의

ἀμειλίκτου

잔인한 (것)의

여격 ἀμειλίκτῳ

잔인한 (이)에게

ἀμείλίκτῃ

잔인한 (이)에게

ἀμειλίκτῳ

잔인한 (것)에게

대격 ἀμείλικτον

잔인한 (이)를

ἀμείλίκτην

잔인한 (이)를

ἀμείλικτον

잔인한 (것)를

호격 ἀμείλικτε

잔인한 (이)야

ἀμείλίκτη

잔인한 (이)야

ἀμείλικτον

잔인한 (것)야

쌍수주/대/호 ἀμειλίκτω

잔인한 (이)들이

ἀμείλίκτᾱ

잔인한 (이)들이

ἀμειλίκτω

잔인한 (것)들이

속/여 ἀμειλίκτοιν

잔인한 (이)들의

ἀμείλίκταιν

잔인한 (이)들의

ἀμειλίκτοιν

잔인한 (것)들의

복수주격 ἀμείλικτοι

잔인한 (이)들이

ἀμεί́λικται

잔인한 (이)들이

ἀμείλικτα

잔인한 (것)들이

속격 ἀμειλίκτων

잔인한 (이)들의

ἀμείλικτῶν

잔인한 (이)들의

ἀμειλίκτων

잔인한 (것)들의

여격 ἀμειλίκτοις

잔인한 (이)들에게

ἀμείλίκταις

잔인한 (이)들에게

ἀμειλίκτοις

잔인한 (것)들에게

대격 ἀμειλίκτους

잔인한 (이)들을

ἀμείλίκτᾱς

잔인한 (이)들을

ἀμείλικτα

잔인한 (것)들을

호격 ἀμείλικτοι

잔인한 (이)들아

ἀμεί́λικται

잔인한 (이)들아

ἀμείλικτα

잔인한 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • σῇσι δ’ ἐπιφροσύνῃσιν ὑπὸ ζόφου ἠερόεντοσ ἄψορρον δ’ ἐξαῦτισ ἀμειλίκτων ὑπὸ δεσμῶν ἠλύθομεν, Κρόνου υἱὲ ἄναξ, ἀνάελπτα παθόντεσ. (Hesiod, Theogony, Book Th. 64:3)

    (헤시오도스, 신들의 계보, Book Th. 64:3)

  • οὐκοῦν ἐπεὶ δέδοκται πάντωσ ἀποκτιννύναι καὶ οὐδεμία μηχανὴ τὸ διαφυγεῖν με, φέρε τοῦτο γοῦν εἴπατέ μοι, τίνεσ ὄντεσ ἢ τί πεπονθότεσ ἀνήκεστον πρὸσ ἡμῶν ἀμείλικτα ὀργίζεσθε καὶ ἐπὶ θανάτῳ συνειλήφατε; (Lucian, Piscator, (no name) 4:1)

    (루키아노스, Piscator, (no name) 4:1)

  • ἄλλου τῶν τοιούτων, ἃ καθ’ ἡμέραν ἀπαντῶντα καὶ δυσωποῦντα μικρὰν καὶ στενὴν καὶ ἀνέξοδον καὶ ἀμείλικτον καὶ ψοφοδεῆ ποιεῖ τὴν διάνοιαν, ὡσ οὔτε γέλωτοσ αὐτῇ μετὸν οὔτε φωτὸσ οὔτε φιλανθρώπου τραπέζησ, τοιαῦτα περικειμένῃ καὶ μεταχειριζομένῃ διὰ τὸ πένθοσ. (Plutarch, Consolatio ad uxorem, section 6 6:1)

    (플루타르코스, Consolatio ad uxorem, section 6 6:1)

  • β τὴν Πλάτωνοσ ἀγνωμοσύνην διαφέρουσαν, ἐν δὲ τῷ βίῳ καὶ τοῖσ πράγμασιν ἐκείνουσ μὲν ἐκτρεπόμενοι καὶ φεύγοντεσ ὡσ ἀμειλίκτουσ, τούτοισ δ’ ὡσ ἀξίοισ πολλοῦ τὰ μέγιστα καὶ χρώμενοι καὶ πιστεύοντεσ. (Plutarch, Quomodo quis suos in virtute sentiat profectus, chapter, section 2 6:1)

    (플루타르코스, Quomodo quis suos in virtute sentiat profectus, chapter, section 2 6:1)

  • ἴστω γὰρ θεῶν ὁρ́κοσ, ἀμείλικτον Στυγὸσ ὕδωρ, ἀθάνατόν κέν τοι καὶ ἀγήραον ἤματα πάντα παῖδα φίλον ποίησα καὶ ἄφθιτον ὤπασα τιμήν· (Anonymous, Homeric Hymns, 29:3)

    (익명 저작, Homeric Hymns, 29:3)

  • ὀργὴν ἐγένετο καὶ ἀμείλικτοσ καὶ εἰσ ἔριν ἦλθεν ὅσην οὔπω πρότερον. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books VII-IX, book 9, chapter 44 8:1)

    (디오니시오스, Antiquitates Romanae, Books VII-IX, book 9, chapter 44 8:1)

유의어

  1. 잔인한

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION