헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

φρύαγμα

3군 변화 명사; 중성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: φρύαγμα φρύαγματος

형태분석: φρυαγματ (어간)

어원: frua/ssomai

  1. 오만, 거만, 자부심
  1. a violent snorting, neighing
  2. wanton behaviour, insolence

곡용 정보

3군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Τοῦ δὲ Ἐλεαζάρου λήγοντοσ ἄρτι τῆσ προσευχῆσ, ὁ βασιλεὺσ σὺν τοῖσ θηρίοισ καὶ παντὶ τῷ τῆσ δυνάμεωσ φρυάγματι κατὰ τὸν ἱππόδρομον παρῆγε. (Septuagint, Liber Maccabees III 6:16)

    (70인역 성경, Liber Maccabees III 6:16)

  • ἡρέτισε Χαναναίουσ. πορνεύοντεσ ἐξεπόρνευσαν, ἠγάπησαν ἀτιμίαν ἐκ φρυάγματοσ αὐτῶν. (Septuagint, Prophetia Osee 4:18)

    (70인역 성경, 호세아서 4:18)

  • φωνὴ θρηνούντων ποιμένων, ὅτι τεταλαιπώρηκεν ἡ μεγαλωσύνη αὐτῶν. φωνὴ ὠρυομένων λεόντων, ὅτι τεταλαιπώρηκε τὸ φρύαγμα τοῦ Ἰορδάνου. (Septuagint, Prophetia Zachariae 11:3)

    (70인역 성경, 즈카르야서 11:3)

  • σοῦ οἱ πόδεσ τρέχουσι καὶ ἐκλύουσί σε. πῶσ παρασκευάσῃ ἐφ’ ἵπποισ καὶ ἐν γῇ εἰρήνησ σὺ πέποιθασ̣ πῶσ ποιήσεισ ἐν φρυάγματι τοῦ Ἰορδάνου̣ (Septuagint, Liber Ieremiae 12:5)

    (70인역 성경, 예레미야서 12:5)

  • καὶ ἀποστρέψω τὸ φρύαγμα τῆσ ἰσχύοσ αὐτῶν, καὶ μιανθήσεται τὰ ἅγια αὐτῶν. (Septuagint, Prophetia Ezechielis 7:24)

    (70인역 성경, 에제키엘서 7:24)

  • εἰπὸν πρὸσ τὸν οἶκον τοῦ Ἰσραήλ. τάδε λέγει Κύριοσ. ἰδοὺ ἐγὼ βεβηλῶ τὰ ἅγιά μου, φρύαγμα ἰσχύοσ ὑμῶν, ἐπιθυμήματα ὀφθαλμῶν ὑμῶν, καὶ ὑπὲρ ὧν φείδονται αἱ ψυχαὶ ὑμῶν. καὶ οἱ υἱοὶ ὑμῶν καὶ αἱ θυγατέρεσ ὑμῶν, οὓσ ἐγκατελίπετε, ἐν ρομφαίᾳ πεσοῦνται. (Septuagint, Prophetia Ezechielis 24:21)

    (70인역 성경, 에제키엘서 24:21)

  • "οὐ καταβαλόντεσ ὑμεῖσ οἱ νέοι τὸ κενὸν φρύαγμα τοῦτο καὶ γαυρίαμα τῆσ νίκησ ταπεινοὶ καταπτήξετε πρὸσ τὸ μέλλον, ἀεὶ καραδοκοῦντεσ εἰσ ὅ τι κατασκήψει τέλοσ ἑκάστῳ τὴν τῆσ παρούσησ εὐπραγίασ ὁ δαίμων νέμεσιν; (Plutarch, Aemilius Paulus, chapter 27 1:5)

    (플루타르코스, Aemilius Paulus, chapter 27 1:5)

  • "δύσμικτα γὰρ τὰ νέα καὶ δυσκέραστα καὶ μόλισ ἐν χρόνῳ πολλῷ τὸ φρύαγμα καὶ τὴν ὕβριν ἀφίησιν, ἐν ἀρχῇ δὲ κυμαίνει καὶ ζυγομαχεῖ καὶ μᾶλλον ἂν Ἔρωσ ἐγγένηται, καὶ καθάπερ πνεῦμα κυβερνήτου μὴ παρόντοσ, ἐτάραξε καὶ συνέχεε τὸν γάμον οὔτ’ ἄρχειν δυναμένων οὔτ’ ἄρχεσθαι βουλομένων. (Plutarch, Amatorius, section 9 18:3)

    (플루타르코스, Amatorius, section 9 18:3)

유의어

  1. 오만

관련어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION