헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

φρύαγμα

3군 변화 명사; 중성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: φρύαγμα φρύαγματος

형태분석: φρυαγματ (어간)

어원: frua/ssomai

  1. 오만, 거만, 자부심
  1. a violent snorting, neighing
  2. wanton behaviour, insolence

곡용 정보

3군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἡρέτισε Χαναναίουσ. πορνεύοντεσ ἐξεπόρνευσαν, ἠγάπησαν ἀτιμίαν ἐκ φρυάγματοσ αὐτῶν. (Septuagint, Prophetia Osee 4:18)

    (70인역 성경, 호세아서 4:18)

  • καὶ ὑπεροψίασ μέν γε καὶ τύφου καὶ τοῦ πρὸσ τοὺσ ἐντυγχάνοντασ φρυάγματοσ οὐδὲ κατ’ ἀξίαν δύναιο ἂν παρ’ αὐτοῦ λαβεῖν τὴν δίκην ῥᾷον γοῦν τὸν ἥλιον ἄν τισ ἢ τοῦτον ἀσκαρδαμυκτὶ προσέβλεψεν. (Lucian, Cataplus, (no name) 26:6)

    (루키아노스, Cataplus, (no name) 26:6)

  • καὶ κίβδηλον ἐχόντων τὸ γένοσ σφάλλεσθαι καὶ ταπεινοῦσθαι πέφυκε, καὶ μάλ’ ὀρθῶσ ὁ λέγων ποιητήσ φησι δουλοῖ γὰρ ἄνδρα, κἂν θρασύσπλαγχνόσ τισ ᾖ, ὅταν συνειδῇ μητρὸσ ἢ πατρὸσ κακά ὥσπερ ἀμέλει μεγαλαυχίασ ἐμπίπλανται καὶ φρυάγματοσ οἱ γονέων διασήμων. (Plutarch, De liberis educandis, section 2 5:1)

    (플루타르코스, De liberis educandis, section 2 5:1)

  • ἐγὼ μὲν οὐδὲ ζῆν ἤθελον, εἰ διὰ Φηλικίωνα ἔδει ζῆσαι τῆσ ὀφρύοσ αὐτοῦ καὶ τοῦ δουλικοῦ φρυάγματοσ ἀνασχόμενον. (Epictetus, Works, book 4, 150:1)

    (에픽테토스, Works, book 4, 150:1)

유의어

  1. 오만

관련어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION