- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ὕβρισμα?

3군 변화 명사; 중성 자동번역 로마알파벳 전사: hybrisma 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ὕβρισμα ὕβρισματος

형태분석: ὑβρισματ (어간)

어원: ὑβρίζω

  1. 부끄러움, 무례함, 모욕
  1. a wanton or insolent act, an outrage
  2. an object of insolence

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ὕβρισμα

부끄러움이

ὑβρίσματε

부끄러움들이

ὑβρίσματα

부끄러움들이

속격 ὑβρίσματος

부끄러움의

ὑβρισμάτοιν

부끄러움들의

ὑβρισμάτων

부끄러움들의

여격 ὑβρίσματι

부끄러움에게

ὑβρισμάτοιν

부끄러움들에게

ὑβρίσμασι(ν)

부끄러움들에게

대격 ὕβρισμα

부끄러움을

ὑβρίσματε

부끄러움들을

ὑβρίσματα

부끄러움들을

호격 ὕβρισμα

부끄러움아

ὑβρίσματε

부끄러움들아

ὑβρίσματα

부끄러움들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἀτάρ τοι τῶνδ ἄποιν ὑβρισμάτων μέτεισι Διόνυσός ς, ὃν οὐκ εἶναι λέγεις: (Euripides, episode 3:49)

    (에우리피데스, episode 3:49)

  • ἤδη τόδ ἐγγὺς ὥστε πῦρ ὑφάπτεται ὕβρισμα βακχῶν, ψόγος ἐς Ἕλληνας μέγας. (Euripides, episode, trochees 10:3)

    (에우리피데스, episode, trochees 10:3)

  • τετρασκελές θ ὕβρισμα, Κενταύρων γένος, Φολόην ἐπελθών, ὦ κάκιστε βασιλέων, ἐροῦ τίν ἄνδρ ἄριστον ἐγκρίνειαν ἄν, ἢ οὐ παῖδα τὸν ἐμόν, ὃν σὺ φῂς εἶναι δοκεῖν. (Euripides, Heracles, episode 1:6)

    (에우리피데스, Heracles, episode 1:6)

  • ἔτεκον μὲν ὑμᾶς, πολεμίοις δ ἐθρεψάμην ὕβρισμα κἀπίχαρμα καὶ διαφθοράν. (Euripides, Heracles, episode, anapests 1:9)

    (에우리피데스, Heracles, episode, anapests 1:9)

  • τάλαιν ἐγὼ <σῶν> συγγόνου θ ὑβρισμάτων, ὃς ἐκ δόμων νέκυς ἄθαπτος οἴχεται μέλεος, ὅν, εἴ με καὶ θανεῖν, πάτερ, χρεών, σκότια γᾷ καλύψω. (Euripides, Phoenissae, episode, lyric 1:3)

    (에우리피데스, Phoenissae, episode, lyric 1:3)

  • σύ νύν μ, ἀδελφέ, μή τις Ἀργείων κτάνῃ ὕβρισμα θέμενος τὸν Ἀγαμέμνονος γόνον. (Euripides, episode, anapests 1:20)

    (에우리피데스, episode, anapests 1:20)

  • ἄλλην δὲ νύμφην ἐς δόμους κτῆσαι λαβών, ἐπεὶ θεοὶ τῷ τῆσδε καλλιστεύματι Ἕλληνας εἰς ἓν καὶ Φρύγας συνήγαγον, θανάτους τ ἔθηκαν, ὡς ἀπαντλοῖεν χθονὸς ὕβρισμα θνητῶν ἀφθόνου πληρώματος. (Euripides, episode, iambic 2:7)

    (에우리피데스, episode, iambic 2:7)

유의어

  1. 부끄러움

  2. an object of insolence

관련어

명사

형용사

동사

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION