헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ὑβρίζω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ὑβρίζω

형태분석: ὑβρίζ (어간) + ω (인칭어미)

어원: u(/bris

  1. 가공하다, 열망하다, 환희하다, 학대하다, 기뻐하다, 함부로 다루다, 의논하다, 기념하다, 논쟁하다
  2. 맡기다, 위탁하다, 저지르다
  3. 하다, 공격하다, 습격하다, 기습하다, 같이하다, 만들다, 실행하다
  1. to wax wanton, run riot
  2. to neigh or bray and prance about
  3. to treat, despitefully, to outrage, insult, affront, maltreat, to commit an outrage, to exult
  4. to commit, outrages
  5. to do, a personal outrage, to maltreat, assault, of ill-treatment, outrages
  6. arrogant, ostentatious

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὑβρίζω

ὑβρίζεις

ὑβρίζει

쌍수 ὑβρίζετον

ὑβρίζετον

복수 ὑβρίζομεν

ὑβρίζετε

ὑβρίζουσιν*

접속법단수 ὑβρίζω

ὑβρίζῃς

ὑβρίζῃ

쌍수 ὑβρίζητον

ὑβρίζητον

복수 ὑβρίζωμεν

ὑβρίζητε

ὑβρίζωσιν*

기원법단수 ὑβρίζοιμι

ὑβρίζοις

ὑβρίζοι

쌍수 ὑβρίζοιτον

ὑβριζοίτην

복수 ὑβρίζοιμεν

ὑβρίζοιτε

ὑβρίζοιεν

명령법단수 ύ̔βριζε

ὑβριζέτω

쌍수 ὑβρίζετον

ὑβριζέτων

복수 ὑβρίζετε

ὑβριζόντων, ὑβριζέτωσαν

부정사 ὑβρίζειν

분사 남성여성중성
ὑβριζων

ὑβριζοντος

ὑβριζουσα

ὑβριζουσης

ὑβριζον

ὑβριζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὑβρίζομαι

ὑβρίζει, ὑβρίζῃ

ὑβρίζεται

쌍수 ὑβρίζεσθον

ὑβρίζεσθον

복수 ὑβριζόμεθα

ὑβρίζεσθε

ὑβρίζονται

접속법단수 ὑβρίζωμαι

ὑβρίζῃ

ὑβρίζηται

쌍수 ὑβρίζησθον

ὑβρίζησθον

복수 ὑβριζώμεθα

ὑβρίζησθε

ὑβρίζωνται

기원법단수 ὑβριζοίμην

ὑβρίζοιο

ὑβρίζοιτο

쌍수 ὑβρίζοισθον

ὑβριζοίσθην

복수 ὑβριζοίμεθα

ὑβρίζοισθε

ὑβρίζοιντο

명령법단수 ὑβρίζου

ὑβριζέσθω

쌍수 ὑβρίζεσθον

ὑβριζέσθων

복수 ὑβρίζεσθε

ὑβριζέσθων, ὑβριζέσθωσαν

부정사 ὑβρίζεσθαι

분사 남성여성중성
ὑβριζομενος

ὑβριζομενου

ὑβριζομενη

ὑβριζομενης

ὑβριζομενον

ὑβριζομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to wax wanton

  2. to neigh or bray and prance about

  3. 가공하다

  4. 맡기다

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION