ἐφυβρίζω
비축약 동사;
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
ἐφυβρίζω
ἐφυβρίσω
형태분석:
ἐπ
(접두사)
+
ὑβρίζ
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- to insult over, they used insulting language
- to exult maliciously over
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- ποῦ δ’ ὃσ τὰ δεινὰ τῇδ’ ἐφυβρίζει πόλει; (Euripides, Phoenissae, episode, lyric 1:19)
(에우리피데스, Phoenissae, episode, lyric 1:19)
- ἡ γὰρ ἐν τούτοισ ἐπιείκεια καὶ πραότησ καὶ τὸ μὴ μετ’ ἀγῶνοσ συνίστασθαι μηδὲ διαλύεσθαι μετ’ ὀργῆσ τὰσ κοινολογίασ μηδ’ οἱο͂ν ἐφυβρίζειν ἐλέγξαντασ ἢ χαλεπαίνειν ἐλεγχθέντασ ἱκανῶσ προκόπτοντόσ ἐστιν. (Plutarch, Quomodo quis suos in virtute sentiat profectus, chapter, section 9 2:1)
(플루타르코스, Quomodo quis suos in virtute sentiat profectus, chapter, section 9 2:1)
- ἦ ῥα κελαινώπαν θυμὸν ἐφυβρίζει πολύτλασ ἀνήρ, γελᾷ δὲ τοῖσδε μαινομένοισ ἄχεσιν πολὺν γέλωτα, φεῦ φεῦ, ξύν τε διπλοῖ βασιλῆσ κλύοντεσ Ἀτρεῖδαι. (Sophocles, Ajax, choral, antistrophe 128)
(소포클레스, Ajax, choral, antistrophe 128)
- ἐπισχόντοσ δὲ αὐτοὺσ Ἀντωνίου καθ’ ὑπόκρισιν ἀταξίασ καὶ οὐδ’ ἡμῶν ἀξιούντων διὰ γέρα τῇ πόλει μᾶλλον ἢ δι’ αὐτὴν τὴν πατρίδα βοηθεῖν, τοῦδε μὲν ἀπέσχοντο, οὐκ ἐθέλοντεσ ἐφυβρίζειν τῷ Καίσαρι, ἀλλὰ μόνησ τῆσ τυραννίδοσ ἀπηλλάχθαι, ἀμνηστίαν δὲ ἁπάντων ἐψηφίσαντο εἶναι καὶ σαφέστερον ἔτι, φόνου μὴ εἶναι δίκασ. (Appian, The Civil Wars, book 4, chapter 12 6:3)
(아피아노스, The Civil Wars, book 4, chapter 12 6:3)
유의어
-
to exult maliciously over
파생어
- ἀνθυβρίζω (to abuse one another, abuse in turn)
- ἀφυβρίζω (to give loose)
- ἐνυβρίζω (~에 접촉해 있다, 뛰어오르다, 뿌리다)
- ἐξυβρίζω (위탁하다, 맡기다, 도착하다)
- καθυβρίζω (to treat despitefully, to insult or affront wantontly, to wax wanton)
- περιυβρίζω (to treat very ill, to insult wantonly, to be so treated)
- προσυβρίζω (to maltreat besides)
- ὑβρίζω (가공하다, 열망하다, 환희하다)