περιυβρίζω
비축약 동사;
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
περιυβρίζω
περιυβρίσω
형태분석:
περι
(접두사)
+
ὑβρίζ
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- to treat very ill, to insult wantonly, to be so treated
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- οὔ τοι μὰ τὴν Ἄγλαυρον ὦ γυναῖκεσ εὖ φρονεῖτε, ἀλλ’ ἢ πεφάρμαχθ’ ἢ κακόν τι μέγα πεπόνθατ’ ἄλλο, ταύτην ἐῶσαι τὴν φθόρον τοιαῦτα περιυβρίζειν ἡμᾶσ ἁπάσασ. (Aristophanes, Thesmophoriazusae, Lyric-Scene, epirrheme1)
(아리스토파네스, Thesmophoriazusae, Lyric-Scene, epirrheme1)
- ὅτι δεῖ θεοὺσ μὲν σέβεσθαι, γονέασ δὲ τιμᾶν, πρεσβυτέρουσ αἰδεῖσθαι, νόμοισ πειθαρχεῖν, ἄρχουσιν ὑπείκειν, φίλουσ ἀγαπᾶν, πρὸσ γυναῖκασ σωφρονεῖν, τέκνων στερκτικοὺσ εἶναι, δούλουσ μὴ περιυβρίζειν τὸ δὲ μέγιστον, μήτ’ ἐν ταῖσ εὐπραγίαισ περιχαρεῖσ μήτ’ ἐν ταῖσ συμφοραῖσ περιλύπουσ ὑπάρχειν, μήτ’ ἐν ταῖσ ἡδοναῖσ ἐκλύτουσ εἶναι μήτ’ ἐν ταῖσ ὀργαῖσ ἐκπαθεῖσ καὶ θηριώδεισ. (Plutarch, De liberis educandis, section 10 7:1)
(플루타르코스, De liberis educandis, section 10 7:1)
- τήν τ’ αἰτίαν τῆσ νόσου γνῶναι παρὰ τοῦ θεοῦ καὶ τὴν λύσιν βουλόμενοσ συνέπεμψε κἀκεῖνον ἅμα τοῖσ μειρακίοισ δεηθεῖσιν, ἵνα κατασκώπτειν τε καὶ περιυβρίζειν ἔχοιεν. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books IV-VI, book 4, chapter 69 3:1)
(디오니시오스, Antiquitates Romanae, Books IV-VI, book 4, chapter 69 3:1)
파생어
- ἀνθυβρίζω (to abuse one another, abuse in turn)
- ἀφυβρίζω (to give loose)
- ἐνυβρίζω (~에 접촉해 있다, 뛰어오르다, 뿌리다)
- ἐξυβρίζω (위탁하다, 맡기다, 도착하다)
- ἐφυβρίζω (to insult over, they used insulting language, to exult maliciously over)
- καθυβρίζω (to treat despitefully, to insult or affront wantontly, to wax wanton)
- προσυβρίζω (to maltreat besides)
- ὑβρίζω (가공하다, 열망하다, 환희하다)