- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καθυβρίζω?

비축약 동사; 로마알파벳 전사: kathybrizō 고전 발음: [까튀도:] 신약 발음: [까튀리조]

기본형: καθυβρίζω καθυβριῶ

형태분석: κατ (접두사) + ὑβρίζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to treat despitefully, to insult or affront wantontly, to wax wanton

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καθυβρίζω

καθυβρίζεις

καθυβρίζει

쌍수 καθυβρίζετον

καθυβρίζετον

복수 καθυβρίζομεν

καθυβρίζετε

καθυβρίζουσι(ν)

접속법단수 καθυβρίζω

καθυβρίζῃς

καθυβρίζῃ

쌍수 καθυβρίζητον

καθυβρίζητον

복수 καθυβρίζωμεν

καθυβρίζητε

καθυβρίζωσι(ν)

기원법단수 καθυβρίζοιμι

καθυβρίζοις

καθυβρίζοι

쌍수 καθυβρίζοιτον

καθυβριζοίτην

복수 καθυβρίζοιμεν

καθυβρίζοιτε

καθυβρίζοιεν

명령법단수 καθύβριζε

καθυβριζέτω

쌍수 καθυβρίζετον

καθυβριζέτων

복수 καθυβρίζετε

καθυβριζόντων, καθυβριζέτωσαν

부정사 καθυβρίζειν

분사 남성여성중성
καθυβριζων

καθυβριζοντος

καθυβριζουσα

καθυβριζουσης

καθυβριζον

καθυβριζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καθυβρίζομαι

καθυβρίζει, καθυβρίζῃ

καθυβρίζεται

쌍수 καθυβρίζεσθον

καθυβρίζεσθον

복수 καθυβριζόμεθα

καθυβρίζεσθε

καθυβρίζονται

접속법단수 καθυβρίζωμαι

καθυβρίζῃ

καθυβρίζηται

쌍수 καθυβρίζησθον

καθυβρίζησθον

복수 καθυβριζώμεθα

καθυβρίζησθε

καθυβρίζωνται

기원법단수 καθυβριζοίμην

καθυβρίζοιο

καθυβρίζοιτο

쌍수 καθυβρίζοισθον

καθυβριζοίσθην

복수 καθυβριζοίμεθα

καθυβρίζοισθε

καθυβρίζοιντο

명령법단수 καθυβρίζου

καθυβριζέσθω

쌍수 καθυβρίζεσθον

καθυβριζέσθων

복수 καθυβρίζεσθε

καθυβριζέσθων, καθυβριζέσθωσαν

부정사 καθυβρίζεσθαι

분사 남성여성중성
καθυβριζομενος

καθυβριζομενου

καθυβριζομενη

καθυβριζομενης

καθυβριζομενον

καθυβριζομενου

미래 시제

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • μισόπαις οὗτος, ἐγὼ φιλοπάτωρ γίγνομαι ἐγὼ τὴν φύσιν ἀσπάζομαι, οὗτος τὰ τῆς φύσεως παρορᾷ καὶ ^ καθυβρίζει δίκαια. (Lucian, Abdicatus, (no name) 18:4)

    (루키아노스, Abdicatus, (no name) 18:4)

  • διαβαλλόμενος δ ὑπὸ τῶν ἐχθρῶν ἐν Ἀθηναίοις ταχυβούλοις, ὡς κωμῳδεῖ τὴν πόλιν ἡμῶν καὶ τὸν δῆμον καθυβρίζει, ἀποκρίνασθαι δεῖται νυνὶ πρὸς Ἀθηναίους μεταβούλους. (Aristophanes, Acharnians, Parabasis, parabasis2)

    (아리스토파네스, Acharnians, Parabasis, parabasis2)

  • πάλιν ἐκταπεινοῦσι καὶ καθυβρίζουσιν ἔν τισιν ἑορταῖς, τῶν μὲν ἀνθρώπων τοὺς πυρροὺς καὶ προπηλακίζοντες, ὄνον δὲ κατακρημνίζοντες, ὡς Κοπτῖται, διὰ τὸ πυρρὸν γεγονέναι τὸν Τυφῶνα καὶ ὀνώδη τὴν χρόαν. (Plutarch, De Iside et Osiride, section 30 2:1)

    (플루타르코스, De Iside et Osiride, section 30 2:1)

  • ὦ λῆμ ἀναιδές, τοῦ καθυβρίζειν δοκεῖς, πότερον ἐμοῦ γέροντος ἢ σαυτοῦ, τόδε· (Sophocles, Oedipus at Colonus, episode 6:1)

    (소포클레스, Oedipus at Colonus, episode 6:1)

  • "σὺ τοίνυν, εἶπεν, ἐν τοῖς Ιἑροσολύμοις γενομένη μετάπεμψαι μὲν τοὺς στασιώτας αὐτῶν, ἐπιδείξασα δὲ τὸ σῶμα τοὐμὸν ἐκείνοις ὅπως μοι βούλονται χρῆσθαι μετὰ πολλῆς ἀξιοπιστίας ἐπίτρεπε, εἴτε καθυβρίζειν ἀταφίᾳ μου θελήσουσι τὸν νεκρὸν ὡς πολλὰ πεπονθότες ἐξ ἐμοῦ, εἴτ ἄλλην τινὰ κατ ὀργὴν αἰκίαν τῷ σώματι προσφέρειν. (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 13 499:1)

    (플라비우스 요세푸스, Antiquitates Judaicae, Book 13 499:1)

유의어

  1. to treat despitefully

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION