헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀνθυβρίζω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀνθυβρίζω

형태분석: ἀντ (접두사) + ὑβρίζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to abuse one another, abuse in turn

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀνθυβρίζω

ἀνθυβρίζεις

ἀνθυβρίζει

쌍수 ἀνθυβρίζετον

ἀνθυβρίζετον

복수 ἀνθυβρίζομεν

ἀνθυβρίζετε

ἀνθυβρίζουσιν*

접속법단수 ἀνθυβρίζω

ἀνθυβρίζῃς

ἀνθυβρίζῃ

쌍수 ἀνθυβρίζητον

ἀνθυβρίζητον

복수 ἀνθυβρίζωμεν

ἀνθυβρίζητε

ἀνθυβρίζωσιν*

기원법단수 ἀνθυβρίζοιμι

ἀνθυβρίζοις

ἀνθυβρίζοι

쌍수 ἀνθυβρίζοιτον

ἀνθυβριζοίτην

복수 ἀνθυβρίζοιμεν

ἀνθυβρίζοιτε

ἀνθυβρίζοιεν

명령법단수 ἀνθύβριζε

ἀνθυβριζέτω

쌍수 ἀνθυβρίζετον

ἀνθυβριζέτων

복수 ἀνθυβρίζετε

ἀνθυβριζόντων, ἀνθυβριζέτωσαν

부정사 ἀνθυβρίζειν

분사 남성여성중성
ἀνθυβριζων

ἀνθυβριζοντος

ἀνθυβριζουσα

ἀνθυβριζουσης

ἀνθυβριζον

ἀνθυβριζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀνθυβρίζομαι

ἀνθυβρίζει, ἀνθυβρίζῃ

ἀνθυβρίζεται

쌍수 ἀνθυβρίζεσθον

ἀνθυβρίζεσθον

복수 ἀνθυβριζόμεθα

ἀνθυβρίζεσθε

ἀνθυβρίζονται

접속법단수 ἀνθυβρίζωμαι

ἀνθυβρίζῃ

ἀνθυβρίζηται

쌍수 ἀνθυβρίζησθον

ἀνθυβρίζησθον

복수 ἀνθυβριζώμεθα

ἀνθυβρίζησθε

ἀνθυβρίζωνται

기원법단수 ἀνθυβριζοίμην

ἀνθυβρίζοιο

ἀνθυβρίζοιτο

쌍수 ἀνθυβρίζοισθον

ἀνθυβριζοίσθην

복수 ἀνθυβριζοίμεθα

ἀνθυβρίζοισθε

ἀνθυβρίζοιντο

명령법단수 ἀνθυβρίζου

ἀνθυβριζέσθω

쌍수 ἀνθυβρίζεσθον

ἀνθυβριζέσθων

복수 ἀνθυβρίζεσθε

ἀνθυβριζέσθων, ἀνθυβριζέσθωσαν

부정사 ἀνθυβρίζεσθαι

분사 남성여성중성
ἀνθυβριζομενος

ἀνθυβριζομενου

ἀνθυβριζομενη

ἀνθυβριζομενης

ἀνθυβριζομενον

ἀνθυβριζομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Ὀργίζου μέν, μη ἀνθύβριζε δέ. (Lucian, Dialogi meretricii, 3:13)

    (루키아노스, Dialogi meretricii, 3:13)

유의어

  1. to abuse one another

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION