헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐφυβρίζω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐφυβρίζω ἐφυβρίσω

형태분석: ἐπ (접두사) + ὑβρίζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to insult over, they used insulting language
  2. to exult maliciously over

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐφυβρίζω

ἐφυβρίζεις

ἐφυβρίζει

쌍수 ἐφυβρίζετον

ἐφυβρίζετον

복수 ἐφυβρίζομεν

ἐφυβρίζετε

ἐφυβρίζουσιν*

접속법단수 ἐφυβρίζω

ἐφυβρίζῃς

ἐφυβρίζῃ

쌍수 ἐφυβρίζητον

ἐφυβρίζητον

복수 ἐφυβρίζωμεν

ἐφυβρίζητε

ἐφυβρίζωσιν*

기원법단수 ἐφυβρίζοιμι

ἐφυβρίζοις

ἐφυβρίζοι

쌍수 ἐφυβρίζοιτον

ἐφυβριζοίτην

복수 ἐφυβρίζοιμεν

ἐφυβρίζοιτε

ἐφυβρίζοιεν

명령법단수 ἐφύβριζε

ἐφυβριζέτω

쌍수 ἐφυβρίζετον

ἐφυβριζέτων

복수 ἐφυβρίζετε

ἐφυβριζόντων, ἐφυβριζέτωσαν

부정사 ἐφυβρίζειν

분사 남성여성중성
ἐφυβριζων

ἐφυβριζοντος

ἐφυβριζουσα

ἐφυβριζουσης

ἐφυβριζον

ἐφυβριζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐφυβρίζομαι

ἐφυβρίζει, ἐφυβρίζῃ

ἐφυβρίζεται

쌍수 ἐφυβρίζεσθον

ἐφυβρίζεσθον

복수 ἐφυβριζόμεθα

ἐφυβρίζεσθε

ἐφυβρίζονται

접속법단수 ἐφυβρίζωμαι

ἐφυβρίζῃ

ἐφυβρίζηται

쌍수 ἐφυβρίζησθον

ἐφυβρίζησθον

복수 ἐφυβριζώμεθα

ἐφυβρίζησθε

ἐφυβρίζωνται

기원법단수 ἐφυβριζοίμην

ἐφυβρίζοιο

ἐφυβρίζοιτο

쌍수 ἐφυβρίζοισθον

ἐφυβριζοίσθην

복수 ἐφυβριζοίμεθα

ἐφυβρίζοισθε

ἐφυβρίζοιντο

명령법단수 ἐφυβρίζου

ἐφυβριζέσθω

쌍수 ἐφυβρίζεσθον

ἐφυβριζέσθων

복수 ἐφυβρίζεσθε

ἐφυβριζέσθων, ἐφυβριζέσθωσαν

부정사 ἐφυβρίζεσθαι

분사 남성여성중성
ἐφυβριζομενος

ἐφυβριζομενου

ἐφυβριζομενη

ἐφυβριζομενης

ἐφυβριζομενον

ἐφυβριζομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to exult maliciously over

관련어

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION