헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

στρατεύω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: στρατεύω

형태분석: στρατεύ (어간) + ω (인칭어미)

어원: strato/s

  1. 전진하다, 행진하다, 나아가다, 걷다, 행군하다, 밖으로 가다
  2. 모시다, 시중들다, 봉사하다, 돕다
  3. 전진하다, 행진하다, 나아가다
  1. to serve in war, serve as a soldier, do military service, take the field, march
  2. to serve, take the field, having been a soldier
  3. to lead an army, march

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 στρατεύω

(나는) 전진하다

στρατεύεις

(너는) 전진하다

στρατεύει

(그는) 전진하다

쌍수 στρατεύετον

(너희 둘은) 전진하다

στρατεύετον

(그 둘은) 전진하다

복수 στρατεύομεν

(우리는) 전진하다

στρατεύετε

(너희는) 전진하다

στρατεύουσιν*

(그들은) 전진하다

접속법단수 στρατεύω

(나는) 전진하자

στρατεύῃς

(너는) 전진하자

στρατεύῃ

(그는) 전진하자

쌍수 στρατεύητον

(너희 둘은) 전진하자

στρατεύητον

(그 둘은) 전진하자

복수 στρατεύωμεν

(우리는) 전진하자

στρατεύητε

(너희는) 전진하자

στρατεύωσιν*

(그들은) 전진하자

기원법단수 στρατεύοιμι

(나는) 전진하기를 (바라다)

στρατεύοις

(너는) 전진하기를 (바라다)

στρατεύοι

(그는) 전진하기를 (바라다)

쌍수 στρατεύοιτον

(너희 둘은) 전진하기를 (바라다)

στρατευοίτην

(그 둘은) 전진하기를 (바라다)

복수 στρατεύοιμεν

(우리는) 전진하기를 (바라다)

στρατεύοιτε

(너희는) 전진하기를 (바라다)

στρατεύοιεν

(그들은) 전진하기를 (바라다)

명령법단수 στράτευε

(너는) 전진해라

στρατευέτω

(그는) 전진해라

쌍수 στρατεύετον

(너희 둘은) 전진해라

στρατευέτων

(그 둘은) 전진해라

복수 στρατεύετε

(너희는) 전진해라

στρατευόντων, στρατευέτωσαν

(그들은) 전진해라

부정사 στρατεύειν

전진하는 것

분사 남성여성중성
στρατευων

στρατευοντος

στρατευουσα

στρατευουσης

στρατευον

στρατευοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 στρατεύομαι

(나는) 전진해지다

στρατεύει, στρατεύῃ

(너는) 전진해지다

στρατεύεται

(그는) 전진해지다

쌍수 στρατεύεσθον

(너희 둘은) 전진해지다

στρατεύεσθον

(그 둘은) 전진해지다

복수 στρατευόμεθα

(우리는) 전진해지다

στρατεύεσθε

(너희는) 전진해지다

στρατεύονται

(그들은) 전진해지다

접속법단수 στρατεύωμαι

(나는) 전진해지자

στρατεύῃ

(너는) 전진해지자

στρατεύηται

(그는) 전진해지자

쌍수 στρατεύησθον

(너희 둘은) 전진해지자

στρατεύησθον

(그 둘은) 전진해지자

복수 στρατευώμεθα

(우리는) 전진해지자

στρατεύησθε

(너희는) 전진해지자

στρατεύωνται

(그들은) 전진해지자

기원법단수 στρατευοίμην

(나는) 전진해지기를 (바라다)

στρατεύοιο

(너는) 전진해지기를 (바라다)

στρατεύοιτο

(그는) 전진해지기를 (바라다)

쌍수 στρατεύοισθον

(너희 둘은) 전진해지기를 (바라다)

στρατευοίσθην

(그 둘은) 전진해지기를 (바라다)

복수 στρατευοίμεθα

(우리는) 전진해지기를 (바라다)

στρατεύοισθε

(너희는) 전진해지기를 (바라다)

στρατεύοιντο

(그들은) 전진해지기를 (바라다)

명령법단수 στρατεύου

(너는) 전진해져라

στρατευέσθω

(그는) 전진해져라

쌍수 στρατεύεσθον

(너희 둘은) 전진해져라

στρατευέσθων

(그 둘은) 전진해져라

복수 στρατεύεσθε

(너희는) 전진해져라

στρατευέσθων, στρατευέσθωσαν

(그들은) 전진해져라

부정사 στρατεύεσθαι

전진해지는 것

분사 남성여성중성
στρατευομενος

στρατευομενου

στρατευομενη

στρατευομενης

στρατευομενον

στρατευομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐστράτευον

(나는) 전진하고 있었다

ἐστράτευες

(너는) 전진하고 있었다

ἐστράτευεν*

(그는) 전진하고 있었다

쌍수 ἐστρατεύετον

(너희 둘은) 전진하고 있었다

ἐστρατευέτην

(그 둘은) 전진하고 있었다

복수 ἐστρατεύομεν

(우리는) 전진하고 있었다

ἐστρατεύετε

(너희는) 전진하고 있었다

ἐστράτευον

(그들은) 전진하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐστρατευόμην

(나는) 전진해지고 있었다

ἐστρατεύου

(너는) 전진해지고 있었다

ἐστρατεύετο

(그는) 전진해지고 있었다

쌍수 ἐστρατεύεσθον

(너희 둘은) 전진해지고 있었다

ἐστρατευέσθην

(그 둘은) 전진해지고 있었다

복수 ἐστρατευόμεθα

(우리는) 전진해지고 있었다

ἐστρατεύεσθε

(너희는) 전진해지고 있었다

ἐστρατεύοντο

(그들은) 전진해지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἀβασίλευτόν ἐστιν ἡ ἀκρὶσ καὶ στρατεύει ἀφ̓ ἑνὸσ κελεύσματοσ εὐτάκτωσ. (Septuagint, Liber Proverbiorum 24:63)

    (70인역 성경, 잠언 24:63)

  • τοιαῦτα μέν σοι τῆσ μακρᾶσ ἀπουσίασ πρᾶξαι παρέξω ‐ σὺν δ’ Ἀδραστείᾳ λέγω ‐ ἐπειδἂν ἐχθρῶν τήνδ’ ἐλευθέραν πόλιν θῶμεν θεοῖσί τ’ ἀκροθίνι’ ἐξέλῃσ, ξὺν σοὶ στρατεύειν γῆν ἐπ’ Ἀργείων θέλω καὶ πᾶσαν ἐλθὼν Ἑλλάδ’ ἐκπέρσαι δορί, ὡσ ἂν μάθωσιν ἐν μέρει πάσχειν κακῶσ. (Euripides, Rhesus, episode, iambic 1:1)

    (에우리피데스, Rhesus, episode, iambic 1:1)

  • πάλιν δεηθεὶσ χρημάτων ἐξεκκλησιάσασ τοῖσ Μυλασσεῦσιν ἔλεγεν ὅτι μητρόπολισ οὖσα ἡ πόλισ αὐτοῦ αὕτη ἀτείχιστόσ ἐστιν, ὁ δὲ βασιλεὺσ ἐπ’ αὐτὸν στρατεύει. (Aristotle, Economics, Book 2 48:1)

    (아리스토텔레스, 경제학, Book 2 48:1)

  • ὤμοσαν τὸν Τυνδάρειον ὁρ́κον οἱ κακόφρονεσ φιλόγαμοι μνηστῆρεσ ‐ ἡ δέ γ’ Ἐλπίσ, οἶμαι μέν, θεόσ, κἀξέπραξεν αὐτὸ μᾶλλον ἢ σὺ καὶ τὸ σὸν σθένοσ ‐ οὓσ λαβὼν στράτευε· (Euripides, Iphigenia in Aulis, episode, trochees 3:14)

    (에우리피데스, Iphigenia in Aulis, episode, trochees 3:14)

  • ὃσ εἶπ’ Ὀρέστην παῖδα τὸν Ἀγαμέμνονοσ στεφανοῦν, ὃσ ἠθέλησε τιμωρεῖν πατρί, κακὴν γυναῖκα κἄθεον κατακτανών, ἣ κεῖν’ ἀφῄρει, μήθ’ ὁπλίζεσθαι χέρα μήτε στρατεύειν ἐκλιπόντα δώματα, εἰ τἄνδον οἰκουρήμαθ’ οἱ λελειμμένοι φθείρουσιν, ἀνδρῶν εὔνιδασ λωβώμενοι. (Euripides, episode 5:2)

    (에우리피데스, episode 5:2)

유의어

  1. 전진하다

관련어

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION