헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐξηγέομαι

ε 축약 동사; 이상동사 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐξηγέομαι ἐξηγήσομαι

형태분석: ἐξ (접두사) + ἡγέ (어간) + ομαι (인칭어미)

  1. 이끌다, 지시하다, 지배하다, 통치하다, 관리하다
  2. 선행하다, 안내하다, 앞장서다
  3. 이끌다, 안내하다, 앞장서다, 앞서다, 지도하다
  4. 몰다, 수행하다
  5. 명령하다, 지시하다, 명하다, 규정하다, 요구하다
  1. to be leader of, to lead, direct, govern
  2. to go first, lead the way
  3. to shew, the way, go before, lead
  4. to conduct
  5. to lead an army
  6. to prescribe or dictate, to prescribe, order, to prescribe or expound
  7. to tell at length, relate in full

활용 정보

현재 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐξήγουμαι

(나는) 이끈다

ἐξήγει, ἐξήγῃ

(너는) 이끈다

ἐξήγειται

(그는) 이끈다

쌍수 ἐξήγεισθον

(너희 둘은) 이끈다

ἐξήγεισθον

(그 둘은) 이끈다

복수 ἐξηγοῦμεθα

(우리는) 이끈다

ἐξήγεισθε

(너희는) 이끈다

ἐξήγουνται

(그들은) 이끈다

접속법단수 ἐξήγωμαι

(나는) 이끌자

ἐξήγῃ

(너는) 이끌자

ἐξήγηται

(그는) 이끌자

쌍수 ἐξήγησθον

(너희 둘은) 이끌자

ἐξήγησθον

(그 둘은) 이끌자

복수 ἐξηγώμεθα

(우리는) 이끌자

ἐξήγησθε

(너희는) 이끌자

ἐξήγωνται

(그들은) 이끌자

기원법단수 ἐξηγοίμην

(나는) 이끌기를 (바라다)

ἐξήγοιο

(너는) 이끌기를 (바라다)

ἐξήγοιτο

(그는) 이끌기를 (바라다)

쌍수 ἐξήγοισθον

(너희 둘은) 이끌기를 (바라다)

ἐξηγοίσθην

(그 둘은) 이끌기를 (바라다)

복수 ἐξηγοίμεθα

(우리는) 이끌기를 (바라다)

ἐξήγοισθε

(너희는) 이끌기를 (바라다)

ἐξήγοιντο

(그들은) 이끌기를 (바라다)

명령법단수 ἐξήγου

(너는) 이끌어라

ἐξηγεῖσθω

(그는) 이끌어라

쌍수 ἐξήγεισθον

(너희 둘은) 이끌어라

ἐξηγεῖσθων

(그 둘은) 이끌어라

복수 ἐξήγεισθε

(너희는) 이끌어라

ἐξηγεῖσθων, ἐξηγεῖσθωσαν

(그들은) 이끌어라

부정사 ἐξήγεισθαι

이끄는 것

분사 남성여성중성
ἐξηγουμενος

ἐξηγουμενου

ἐξηγουμενη

ἐξηγουμενης

ἐξηγουμενον

ἐξηγουμενου

미래 시제

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐξηγήσομαι

(나는) 이끌겠다

ἐξηγήσει, ἐξηγήσῃ

(너는) 이끌겠다

ἐξηγήσεται

(그는) 이끌겠다

쌍수 ἐξηγήσεσθον

(너희 둘은) 이끌겠다

ἐξηγήσεσθον

(그 둘은) 이끌겠다

복수 ἐξηγησόμεθα

(우리는) 이끌겠다

ἐξηγήσεσθε

(너희는) 이끌겠다

ἐξηγήσονται

(그들은) 이끌겠다

기원법단수 ἐξηγησοίμην

(나는) 이끌겠기를 (바라다)

ἐξηγήσοιο

(너는) 이끌겠기를 (바라다)

ἐξηγήσοιτο

(그는) 이끌겠기를 (바라다)

쌍수 ἐξηγήσοισθον

(너희 둘은) 이끌겠기를 (바라다)

ἐξηγησοίσθην

(그 둘은) 이끌겠기를 (바라다)

복수 ἐξηγησοίμεθα

(우리는) 이끌겠기를 (바라다)

ἐξηγήσοισθε

(너희는) 이끌겠기를 (바라다)

ἐξηγήσοιντο

(그들은) 이끌겠기를 (바라다)

부정사 ἐξηγήσεσθαι

이끌 것

분사 남성여성중성
ἐξηγησομενος

ἐξηγησομενου

ἐξηγησομενη

ἐξηγησομενης

ἐξηγησομενον

ἐξηγησομενου

미완료(Imperfect) 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐξηγοῦμην

(나는) 이끌고 있었다

ἐξήγου

(너는) 이끌고 있었다

ἐξήγειτο

(그는) 이끌고 있었다

쌍수 ἐξήγεισθον

(너희 둘은) 이끌고 있었다

ἐξηγεῖσθην

(그 둘은) 이끌고 있었다

복수 ἐξηγοῦμεθα

(우리는) 이끌고 있었다

ἐξήγεισθε

(너희는) 이끌고 있었다

ἐξήγουντο

(그들은) 이끌고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • παραλείψει δὲ ὅταν τὰ προσόντα δυσχερῆ τοῖσ ἐγκωμιαζομένοισ καὶ ἅπερ ἄν τισ εἴποι ψέγων, παραλείποντεσ μόνα ἐξαγγέλλωμεν τὰ ἐπαίνου ἄξια, οἱο͂ν εἰ τὸν Ἀλέξανδρον ἐπαινοῦντεσ τὰσ μὲν λοιπὰσ πράξεισ αὐτοῦ ἐξηγοίμεθα, ὡσ διέβη τὸν Γράνικον, ὡσ μέχρι Κιλικίασ προῆλθεν, ὡσ τὰ μέχρι τοῦ Ὠκεανοῦ πάντα ἔθνη κατεστρέψατο, παραλείποιμεν δὲ τὴν Κλείτου ἀναίρεσιν καὶ τὴν περὶ τοὺσ πότουσ αὐτοῦ σπουδήν, καὶ ὅτι Μηδικὴν ἐσθῆτα μετημφιάσατο, καὶ προσκυνεῖσθαι ὁμοίωσ τῷ Περσῶν βασιλεῖ ἠξίου, καὶ ὅσα τοιαῦτα ἦν αὐτῷ. (Aristides, Aelius, Ars Rhetorica, , 11:8)

    (아리스티데스, 아일리오스, Ars Rhetorica, , 11:8)

  • ἔστι δὲ ἐπ’ αὐτῇ νῆσοσ ἐπικειμένη τῇ οὔνομα ἐστὶ Κύθηρα, τὴν Χίλων ἀνὴρ παρ’ ἡμῖν σοφώτατοσ γενόμενοσ κέρδοσ μέζον ἂν ἔφη εἶναι Σπαρτιήτῃσι κατὰ τῆσ θαλάσσησ καταδεδυκέναι μᾶλλον ἢ ὑπερέχειν, αἰεί τι προσδοκῶν ἀπ’ αὐτῆσ τοιοῦτο ἔσεσθαι οἱο͂́ν τοι ἐγὼ ἐξηγέομαι, οὔτι τὸν σὸν στόλον προειδώσ, ἀλλὰ πάντα ὁμοίωσ φοβεόμενοσ ἀνδρῶν στόλον. (Herodotus, The Histories, book 7, chapter 235 3:1)

    (헤로도토스, The Histories, book 7, chapter 235 3:1)

유의어

  1. 이끌다

  2. 선행하다

  3. 이끌다

  4. 몰다

  5. to lead an army

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION