헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

νεκραγωγέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: νεκραγωγέω νεκραγωγήσω

형태분석: νεκραγωγέ (어간) + ω (인칭어미)

어원: from nekragwgo/s

  1. to conduct the dead

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 νεκραγώγω

νεκραγώγεις

νεκραγώγει

쌍수 νεκραγώγειτον

νεκραγώγειτον

복수 νεκραγώγουμεν

νεκραγώγειτε

νεκραγώγουσιν*

접속법단수 νεκραγώγω

νεκραγώγῃς

νεκραγώγῃ

쌍수 νεκραγώγητον

νεκραγώγητον

복수 νεκραγώγωμεν

νεκραγώγητε

νεκραγώγωσιν*

기원법단수 νεκραγώγοιμι

νεκραγώγοις

νεκραγώγοι

쌍수 νεκραγώγοιτον

νεκραγωγοίτην

복수 νεκραγώγοιμεν

νεκραγώγοιτε

νεκραγώγοιεν

명령법단수 νεκραγῶγει

νεκραγωγεῖτω

쌍수 νεκραγώγειτον

νεκραγωγεῖτων

복수 νεκραγώγειτε

νεκραγωγοῦντων, νεκραγωγεῖτωσαν

부정사 νεκραγώγειν

분사 남성여성중성
νεκραγωγων

νεκραγωγουντος

νεκραγωγουσα

νεκραγωγουσης

νεκραγωγουν

νεκραγωγουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 νεκραγώγουμαι

νεκραγώγει, νεκραγώγῃ

νεκραγώγειται

쌍수 νεκραγώγεισθον

νεκραγώγεισθον

복수 νεκραγωγοῦμεθα

νεκραγώγεισθε

νεκραγώγουνται

접속법단수 νεκραγώγωμαι

νεκραγώγῃ

νεκραγώγηται

쌍수 νεκραγώγησθον

νεκραγώγησθον

복수 νεκραγωγώμεθα

νεκραγώγησθε

νεκραγώγωνται

기원법단수 νεκραγωγοίμην

νεκραγώγοιο

νεκραγώγοιτο

쌍수 νεκραγώγοισθον

νεκραγωγοίσθην

복수 νεκραγωγοίμεθα

νεκραγώγοισθε

νεκραγώγοιντο

명령법단수 νεκραγώγου

νεκραγωγεῖσθω

쌍수 νεκραγώγεισθον

νεκραγωγεῖσθων

복수 νεκραγώγεισθε

νεκραγωγεῖσθων, νεκραγωγεῖσθωσαν

부정사 νεκραγώγεισθαι

분사 남성여성중성
νεκραγωγουμενος

νεκραγωγουμενου

νεκραγωγουμενη

νεκραγωγουμενης

νεκραγωγουμενον

νεκραγωγουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 νεκραγωγήσω

νεκραγωγήσεις

νεκραγωγήσει

쌍수 νεκραγωγήσετον

νεκραγωγήσετον

복수 νεκραγωγήσομεν

νεκραγωγήσετε

νεκραγωγήσουσιν*

기원법단수 νεκραγωγήσοιμι

νεκραγωγήσοις

νεκραγωγήσοι

쌍수 νεκραγωγήσοιτον

νεκραγωγησοίτην

복수 νεκραγωγήσοιμεν

νεκραγωγήσοιτε

νεκραγωγήσοιεν

부정사 νεκραγωγήσειν

분사 남성여성중성
νεκραγωγησων

νεκραγωγησοντος

νεκραγωγησουσα

νεκραγωγησουσης

νεκραγωγησον

νεκραγωγησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 νεκραγωγήσομαι

νεκραγωγήσει, νεκραγωγήσῃ

νεκραγωγήσεται

쌍수 νεκραγωγήσεσθον

νεκραγωγήσεσθον

복수 νεκραγωγησόμεθα

νεκραγωγήσεσθε

νεκραγωγήσονται

기원법단수 νεκραγωγησοίμην

νεκραγωγήσοιο

νεκραγωγήσοιτο

쌍수 νεκραγωγήσοισθον

νεκραγωγησοίσθην

복수 νεκραγωγησοίμεθα

νεκραγωγήσοισθε

νεκραγωγήσοιντο

부정사 νεκραγωγήσεσθαι

분사 남성여성중성
νεκραγωγησομενος

νεκραγωγησομενου

νεκραγωγησομενη

νεκραγωγησομενης

νεκραγωγησομενον

νεκραγωγησομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to conduct the dead

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION