헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἄναρθρος

형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἄναρθρος

어원: a)/rqron

  1. 분명치 않은, 말없는
  1. without joints, not articulated
  2. without strength, nerveless
  3. inarticulate

예문

  • ὅταν ἀνῇ νόσοσ μανίασ, ἄναρθρόσ εἰμι κἀσθενῶ μέλη. (Euripides, episode 1:13)

    (에우리피데스, episode 1:13)

  • ἀντίρροπόσ ἐστι περὶ τὰσ πτώσεισ, ποικίλη περὶ τοὺσ σχηματισμούσ, ὀλιγοσύνδεσμοσ, ἄναρθροσ, ἐν πολλοῖσ ὑπεροπτικὴ τῆσ ἀκολουθίασ, ἥκιστ’ ἀνθηρά, μεγαλόφρων, αὐθέκαστοσ, ἀκόμψευτοσ, τὸν ἀρχαϊσμὸν καὶ τὸν πίνον ἔχουσα κάλλοσ. (Dionysius of Halicarnassus, De Compositione Verborum, chapter 2211)

    (디오니시오스, De Compositione Verborum, chapter 2211)

  • νῦν δ’ ὧδ’ ἄναρθροσ καὶ κατερρακωμένοσ τυφλῆσ ὑπ’ ἄτησ ἐκπεπόρθημαι τάλασ, ὁ τῆσ ἀρίστησ μητρὸσ ὠνομασμένοσ, ὁ τοῦ κατ’ ἄστρα Ζηνὸσ αὐδηθεὶσ γόνοσ. (Sophocles, Trachiniae, episode 1:9)

    (소포클레스, 트라키니아이, episode 1:9)

유의어

  1. without strength

  2. 분명치 않은

관련어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION