헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

θησαύρισμα

3군 변화 명사; 중성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: θησαύρισμα θησαύρισματος

형태분석: θησαυρισματ (어간)

어원: from qhsauri/zw

  1. 보물, 가게, 재산
  1. a store, treasure

곡용 정보

3군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὁ ἐνεργῶν θησαυρίσματα γλώσσῃ ψευδεῖ μάταια διώκει καὶ ἔρχεται ἐπὶ παγίδασ θανάτου. (Septuagint, Liber Proverbiorum 21:5)

    (70인역 성경, 잠언 21:5)

  • ὦ θύγατερ ‐ ἄρτι γάρ σε πρὸσ δόμοισ ὁρῶ ‐ ἥκω φέρων σοι τῶν ἐμῶν βοσκημάτων ποίμνησ νεογνὸν θρέμμ’ ὑποσπάσασ τόδε στεφάνουσ τε τευχέων τ’ ἐξελὼν τυρεύματα, παλαιόν τε θησαύρισμα Διονύσου τόδε ὀσμῇ κατῆρεσ, μικρόν, ἀλλ’ ἐπεσβαλεῖν ἡδὺ σκύφον τοῦδ’ ἀσθενεστέρῳ ποτῷ. (Euripides, episode 1:1)

    (에우리피데스, episode 1:1)

  • λέγομεν οὖν ἐν ἡμῖν ὅτι πολλά μέν, ὦ ἄνθρωπε, σοὶ καὶ τὸ σῶμα νοσήματα καὶ πάθη φύσει τ’ ἀνίησιν ἐξ ἑαυτοῦ καὶ προσπίπτοντα δέχεται θύραθεν ἂν δὲ σαυτὸν ἔνδοθεν ποικίλον τι καὶ πολυπαθὲσ κακῶν ταμιεῖον εὑρήσεισ καὶ θησαύρισμα, ὥσ φησι Δημόκριτοσ, οὐκ ἔξωθεν ἐπιρρεόντων, ἀλλ’ ὥσπερ ἐγγείουσ καὶ αὐτόχθονασ πηγὰσ ἐχόντων, ἃσ ἀνίησιν ἡ κακία πολύχυτοσ καὶ δαψιλὴσ οὖσα τοῖσ πάθεσιν; (Plutarch, Animine an corporis affectiones sint peiores, section 2 1:2)

    (플루타르코스, Animine an corporis affectiones sint peiores, section 2 1:2)

  • καὶ θησαύρισμα, ὥσ φησι Δημόκριτοσ, οὐκ ἔξωθεν ἐπιρρεόντων, ἀλλ’ ὥσπερ ἐγγείουσ καὶ αὐτόχθονασ πηγὰσ ἐχόντων, ἃσ ἀνίησιν ἡ κακία πολύχυτοσ καὶ δαψιλὴσ; (Plutarch, Animine an corporis affectiones sint peiores, section 2 4:1)

    (플루타르코스, Animine an corporis affectiones sint peiores, section 2 4:1)

  • κείνου τὸ θησαύρισμα σημαίνεισ τόδε. (Sophocles, Philoctetes, episode 2:13)

    (소포클레스, 필록테테스, episode 2:13)

유의어

  1. 보물

관련어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION