- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κούριμος?

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: kourimos 고전 발음: [꾸:리모] 신약 발음: [꾸리모]

기본형: κούριμος κούριμη κούριμον

형태분석: κουριμ (어간) + ος (어미)

어원: κουρά

  1. of, for cutting hair
  2. shorn off
  3. shorn

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 κούριμος

(이)가

κουρίμη

(이)가

κούριμον

(것)가

속격 κουρίμου

(이)의

κουρίμης

(이)의

κουρίμου

(것)의

여격 κουρίμῳ

(이)에게

κουρίμῃ

(이)에게

κουρίμῳ

(것)에게

대격 κούριμον

(이)를

κουρίμην

(이)를

κούριμον

(것)를

호격 κούριμε

(이)야

κουρίμη

(이)야

κούριμον

(것)야

쌍수주/대/호 κουρίμω

(이)들이

κουρίμα

(이)들이

κουρίμω

(것)들이

속/여 κουρίμοιν

(이)들의

κουρίμαιν

(이)들의

κουρίμοιν

(것)들의

복수주격 κούριμοι

(이)들이

κούριμαι

(이)들이

κούριμα

(것)들이

속격 κουρίμων

(이)들의

κουριμῶν

(이)들의

κουρίμων

(것)들의

여격 κουρίμοις

(이)들에게

κουρίμαις

(이)들에게

κουρίμοις

(것)들에게

대격 κουρίμους

(이)들을

κουρίμας

(이)들을

κούριμα

(것)들을

호격 κούριμοι

(이)들아

κούριμαι

(이)들아

κούριμα

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἄρασσε κρᾶτα κούριμον, ἕλκ ὀνύχεσσι δίπτυχον παρειάν. (Euripides, The Trojan Women, episode, lyric 1:2)

    (에우리피데스, The Trojan Women, episode, lyric 1:2)

  • θὲς τόδε τεῦχος ἐμῆς ἀπὸ κρατὸς ἑ- λοῦς, ἵνα πατρὶ γόους νυχίους ἐπορθροβοάσω, ἰαχάν, Αἴ¨δα μέλος, Αἴ¨δα, πάτερ, σοι κατὰ γᾶς ἐνέπω γόους οἷς ἀεὶ τὸ κατ ἦμαρ διέπομαι, κατὰ μὲν φίλαν ὄνυχι τεμνομένα δέραν χέρα τε κρᾶτ ἐπὶ κούριμον τιθεμένα θανάτῳ σῷ. (Euripides, choral, strophe 21)

    (에우리피데스, choral, strophe 21)

  • σκέψαι δὲ χαίτην προστιθεῖσα σῇ κόμῃ, εἰ χρῶμα ταὐτὸν κουρίμης ἔσται τριχός: (Euripides, episode 1:14)

    (에우리피데스, episode 1:14)

  • ἰαχείτω δὲ γᾶ Κυκλωπία, σίδαρον ἐπὶ κάρα τιθεῖσα κούριμον, πήματ οἴκων. (Euripides, choral, strophe 12)

    (에우리피데스, choral, strophe 12)

  • ἐπώνυμον γοῦν εὐθὺς ἔσχομεν κλέος Κουρῆτες εἶναι, κουρίμου χάριν τριχός: (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 12, book 12, chapter 20 1:128)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 12, book 12, chapter 20 1:128)

  • ὄλβιος, ὡς ἁγνὴν ἔλαχες στάσιν ἡ δ ἐνὶ χερσὶν κούριμος, ἐκ ποίης ἥδε διδασκαλίης· (Unknown, Greek Anthology, Volume II, book 7, chapter 37 1:2)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume II, book 7, chapter 37 1:2)

유의어

  1. of

  2. shorn off

  3. shorn

관련어

명사

형용사

동사

부사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION