- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κουρά?

1군 변화 명사; 로마알파벳 전사: koura 고전 발음: [꾸:라] 신약 발음: [꾸라]

기본형: κουρά

어원: κείρω

  1. a shearing or cropping, tonsure
  2. a lock cut off

예문

  • τὴν δὲ πύλην τῆς πηγῆς ἠσφαλίσατο Σαλωμὼν υἱὸς Χολεζὲ ἄρχων μέρους τῆς Μασφά. αὐτὸς ἐξῳκοδόμησεν αὐτὴν καὶ ἐστέγασεν αὐτὴν καὶ ἔστησε τὰς θύρας αὐτῆς καὶ μοχλοὺς αὐτῆς καὶ τὸ τεῖχος κολυμβήθρας τῶν κωδίων τῇ κουρᾷ τοῦ βασιλέως καὶ ἕως τῶν κλιμάκων τῶν καταβαινουσῶν ἀπὸ πόλεως Δαυίδ. (Septuagint, Liber Nehemiae 3:15)

    (70인역 성경, 느헤미야기 3:15)

  • εὐρυβίαν δ ἔσσευε κούρα κάπρον ἀναιδομάχαν ἐς καλλίχορον Καλυδῶ- ν, ἔνθα πλημύρων σθένει ὄρχους ἐπέκειρεν ὀδόντι, σφάζε τε μῆλα, βροτῶν θ ὅστις εἰσάνταν μόλοι. (Bacchylides, , epinicians, ode 5 8:3)

    (바킬리데스, , epinicians, ode 5 8:3)

  • ταῦτ οὐκ ἐπιλεξαμένα Θεστίου κούρα δαΐφρων μάτηρ κακόποτμος ἐμοὶ βούλευσεν ὄλεθρον ἀτάρβακτος γυνά: (Bacchylides, , epinicians, ode 5 11:1)

    (바킬리데스, , epinicians, ode 5 11:1)

  • ἔλλαθι, [βαθυ]πλοκάμου κούρα [Στυγὸς ὀρ]θοδίκου: (Bacchylides, , epinicians, ode 11 1:2)

    (바킬리데스, , epinicians, ode 11 1:2)

  • εἴπερ μ[ε κούρ]α Φοίνισσα λευκώλενος σοὶ τέκε, νῦν πρόπεμπ ἀπ οὐρανοῦ θ[οὰν πυριέθειραν ἀστραπὰν σᾶμ ἀρίγνωτον: (Bacchylides, , dithyrambs, ode 17 3:5)

    (바킬리데스, , dithyrambs, ode 17 3:5)

유의어

  1. a lock cut off

관련어

명사

형용사

동사

부사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION