συμπαρατρέχω
비축약 동사;
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
συμπαρατρέχω
συμπαραδραμοῦμαι
형태분석:
συμ
(접두사)
+
παρα
(접두사)
+
τρέχ
(어간)
+
ω
(인칭어미)
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- ἅμα δὲ τοὺσ τὰσ κλίμακασ φέροντασ προπέμψασ, ὧν Ἔκδηλοσ ἡγεῖτο καὶ Μνασίθεοσ, αὐτὸσ ἐπηκολούθει σχολαίωσ, ἤδη τῶν κυναρίων εὐτόνωσ ὑλακτούντων καὶ συμπαρατρεχόντων τοῖσ περὶ τὸν Ἔκδηλον. (Plutarch, Aratus, chapter 7 4:1)
(플루타르코스, Aratus, chapter 7 4:1)
- ὁ δὲ τῶν Ἀθηναίων δῆμοσ οἰκοδομῶν τὸν Ἑκατόμπεδον, ὅσασ κατενόησεν ἡμιόνουσ μάλιστα τοῖσ πόνοισ ἐγκαρτερούσασ, ἀπέλυσεν ἐλευθέρασ νέμεσθαι καὶ ἀφέτουσ, ὧν μίαν φασὶ καταβαίνουσαν ἀφ’ ἑαυτῆσ πρὸσ τὰ ἔργα τοῖσ ἀνάγουσι τὰσ ἁμάξασ ὑποζυγίοισ εἰσ ἀκρόπολιν συμπαρατρέχειν καὶ προηγεῖσθαι καθάπερ ἐγκελευομένην καὶ συνεξορμῶσαν, ἣν καὶ τρέφεσθαι δημοσίᾳ μέχρι τελευτῆσ ἐψηφίσαντο. (Plutarch, Marcus Cato, chapter 5 3:1)
(플루타르코스, Marcus Cato, chapter 5 3:1)
파생어
- ἀμφιτρέχω (둘러싸다, 포위하다, 에워싸다)
- ἀνατρέχω (갑자기 나타나다, 서두르다, 뛰어나가다)
- ἀποτρέχω (to run off or away, to run hard)
- διατρέχω (꿰뚫다, 찔러 넣다, )
- εἰστρέχω (맞부딪치다)
- ἐκτρέχω (to run out or forth, make a sally, to run off or away)
- ἐντρέχω (들어가다, 입장하다, 부재인 사람을 임명하다)
- ἐπεκτρέχω (to sally out upon or against)
- ἐπισυντρέχω (to run together to)
- ἐπιτρέχω (뒤쫓다, 맹목적으로 따르다, 세게 물다)
- κατατρέχω (흘러내리다, 흘러 내려가다, )
- μετατρέχω (맹목적으로 따르다, 뒤쫓다)
- παρατρέχω (초과하다, 능가하다, 넘다)
- παρεκτρέχω (to run out past)
- περιτρέχω (I run about.)
- προεκτρέχω (to run out before)
- προσανατρέχω (to run back, retrace past events)
- προστρέχω (도착하다, 도달하다, 깨어나다)
- προτρέχω (to run forward, to run before, outrun)
- συμπεριτρέχω (to run round together)
- συνανατρέχω (to run up with)
- συνεκτρέχω (to sally out together)
- συντρέχω (접하다, 마주치다, 조우하다)
- τρέχω (달리다, 뛰다)
- ὑπεκτρέχω (to run out from under, escape from, to run out beyond)
- ὑπερτρέχω (탈출하다, 도망치다, 달아나다)
- ὑποτρέχω (끊다, 가로채다, 요격하다)