헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μύρω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: μύρω

형태분석: μύρ (어간) + ω (인칭어미)

어원: only in pres. and imperf.

  1. 달리다, 흘러가다, 흐르다, 뛰다, 뛰어들다
  2. 울다, 눈물을 흘리다
  3. 슬퍼하다, 애도하다, 비통해하다
  1. to flow, run, trickle, were melting
  2. to melt into tears, to shed tears, weep
  3. to weep for, bewail

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μύρω

(나는) 달린다

μύρεις

(너는) 달린다

μύρει

(그는) 달린다

쌍수 μύρετον

(너희 둘은) 달린다

μύρετον

(그 둘은) 달린다

복수 μύρομεν

(우리는) 달린다

μύρετε

(너희는) 달린다

μύρουσιν*

(그들은) 달린다

접속법단수 μύρω

(나는) 달리자

μύρῃς

(너는) 달리자

μύρῃ

(그는) 달리자

쌍수 μύρητον

(너희 둘은) 달리자

μύρητον

(그 둘은) 달리자

복수 μύρωμεν

(우리는) 달리자

μύρητε

(너희는) 달리자

μύρωσιν*

(그들은) 달리자

기원법단수 μύροιμι

(나는) 달리기를 (바라다)

μύροις

(너는) 달리기를 (바라다)

μύροι

(그는) 달리기를 (바라다)

쌍수 μύροιτον

(너희 둘은) 달리기를 (바라다)

μυροίτην

(그 둘은) 달리기를 (바라다)

복수 μύροιμεν

(우리는) 달리기를 (바라다)

μύροιτε

(너희는) 달리기를 (바라다)

μύροιεν

(그들은) 달리기를 (바라다)

명령법단수 μύρε

(너는) 달려라

μυρέτω

(그는) 달려라

쌍수 μύρετον

(너희 둘은) 달려라

μυρέτων

(그 둘은) 달려라

복수 μύρετε

(너희는) 달려라

μυρόντων, μυρέτωσαν

(그들은) 달려라

부정사 μύρειν

달리는 것

분사 남성여성중성
μυρων

μυροντος

μυρουσα

μυρουσης

μυρον

μυροντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μύρομαι

μύρει, μύρῃ

μύρεται

쌍수 μύρεσθον

μύρεσθον

복수 μυρόμεθα

μύρεσθε

μύρονται

접속법단수 μύρωμαι

μύρῃ

μύρηται

쌍수 μύρησθον

μύρησθον

복수 μυρώμεθα

μύρησθε

μύρωνται

기원법단수 μυροίμην

μύροιο

μύροιτο

쌍수 μύροισθον

μυροίσθην

복수 μυροίμεθα

μύροισθε

μύροιντο

명령법단수 μύρου

μυρέσθω

쌍수 μύρεσθον

μυρέσθων

복수 μύρεσθε

μυρέσθων, μυρέσθωσαν

부정사 μύρεσθαι

분사 남성여성중성
μυρομενος

μυρομενου

μυρομενη

μυρομενης

μυρομενον

μυρομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 έ̓μυρον

(나는) 달리고 있었다

έ̓μυρες

(너는) 달리고 있었다

έ̓μυρεν*

(그는) 달리고 있었다

쌍수 ἐμύρετον

(너희 둘은) 달리고 있었다

ἐμυρέτην

(그 둘은) 달리고 있었다

복수 ἐμύρομεν

(우리는) 달리고 있었다

ἐμύρετε

(너희는) 달리고 있었다

έ̓μυρον

(그들은) 달리고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐμυρόμην

ἐμύρου

ἐμύρετο

쌍수 ἐμύρεσθον

ἐμυρέσθην

복수 ἐμυρόμεθα

ἐμύρεσθε

ἐμύροντο

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ περιείλατο τὸν σάκκον, ὃν ἐνεδεδύκει, καὶ ἐξεδύσατο τὰ ἱμάτια τῆσ χηρεύσεωσ αὐτῆσ καὶ περιεκλύσατο τὸ σῶμα ὕδατι καὶ ἐχρίσατο μύρῳ παχεῖ καὶ διέταξε τὰσ τρίχασ τῆσ κεφαλῆσ αὐτῆσ καὶ ἐπέθετο μίτραν ἐπ̓ αὐτῆσ καὶ ἐνεδύσατο τὰ ἱμάτια τῆσ εὐφροσύνησ αὐτῆσ, ἐν οἷσ ἐστολίζετο ἐν ταῖσ ἡμέραισ τῆσ ζωῆσ τοῦ ἀνδρὸσ αὐτῆσ Μανασσῆ, (Septuagint, Liber Iudith 10:3)

    (70인역 성경, 유딧기 10:3)

  • μετὰ ταῦτα δὲ λούσαντεσ αὐτούσ, ὡσ οὐχ ἱκανῆσ τῆσ κάτω λίμνησ λουτρὸν εἶναι τοῖσ ἐκεῖ, καὶ μύρῳ τῷ καλλίστῳ χρίσαντεσ τὸ σῶμα πρὸσ δυσωδίαν ἤδη βιαζόμενον καὶ στεφανώσαντεσ τοῖσ ὡραίοισ ἄνθεσι προτίθενται λαμπρῶσ ἀμφιέσαντεσ, ἵνα μὴ ῥιγῷεν δῆλον ὅτι παρὰ τὴν ὁδὸν μηδὲ γυμνοὶ βλέποιντο τῷ Κερβέρῳ. (Lucian, (no name) 11:1)

    (루키아노스, (no name) 11:1)

  • ἐκεῖνα πάντα νεκροδοχεῖα καὶ σωματοφυλάκιά ἐστιν, τί οὖν ἐκεῖνοι στεφανοῦσι τοὺσ λίθουσ καὶ χρίουσι μύρῳ; (Lucian, Contemplantes, (no name) 22:4)

    (루키아노스, Contemplantes, (no name) 22:4)

  • ἐδήλωσε δὲ τοῦτο μάλιστα διὰ τῆσ πρὸσ Ὅμηρον ζηλοτυπίασ, ὃν ἐκ τῆσ κατασκευαζομένησ ὑπ’ αὐτοῦ πολιτείασ ἐκβάλλει στεφανώσασ καὶ μύρῳ χρίσασ, ὡσ δὴ τούτων αὐτῷ δέον ἐκβαλλομένῳ, δι’ ὃν ἥ τε ἄλλη παιδεία πᾶσα παρῆλθεν εἰσ τὸν βίον καὶ τελευτῶσα φιλοσοφία. (Dionysius of Halicarnassus, Epistula ad Pompeium Geminum, chapter 1 13:2)

    (디오니시오스, Epistula ad Pompeium Geminum, chapter 1 13:2)

  • τὸ μὲν γὰρ λιμῷ συνόντα καὶ νὴ Δία γε διψῶντα μύρῳ χρίεσθαι καὶ στεφανοῦσθαι τὴν κεφαλήν, ἠρέμα καὶ γελοῖον ἐοίκασ γὰρ τότε στήλῃ ἑώλου τινὸσ νεκροῦ ἄγοντοσ ἐναγίσματα· (Lucian, De mercede, (no name) 28:3)

    (루키아노스, De mercede, (no name) 28:3)

유의어

  1. 울다

  2. 슬퍼하다

관련어

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION