μύρω
비축약 동사;
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
μύρω
형태분석:
μύρ
(어간)
+
ω
(인칭어미)
어원: only in pres. and imperf.
뜻
- 달리다, 흘러가다, 흐르다, 뛰다, 뛰어들다
- 울다, 눈물을 흘리다
- 슬퍼하다, 애도하다, 비통해하다
- to flow, run, trickle, were melting
- to melt into tears, to shed tears, weep
- to weep for, bewail
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- καὶ περιείλατο τὸν σάκκον, ὃν ἐνεδεδύκει, καὶ ἐξεδύσατο τὰ ἱμάτια τῆσ χηρεύσεωσ αὐτῆσ καὶ περιεκλύσατο τὸ σῶμα ὕδατι καὶ ἐχρίσατο μύρῳ παχεῖ καὶ διέταξε τὰσ τρίχασ τῆσ κεφαλῆσ αὐτῆσ καὶ ἐπέθετο μίτραν ἐπ̓ αὐτῆσ καὶ ἐνεδύσατο τὰ ἱμάτια τῆσ εὐφροσύνησ αὐτῆσ, ἐν οἷσ ἐστολίζετο ἐν ταῖσ ἡμέραισ τῆσ ζωῆσ τοῦ ἀνδρὸσ αὐτῆσ Μανασσῆ, (Septuagint, Liber Iudith 10:3)
(70인역 성경, 유딧기 10:3)
- μετὰ ταῦτα δὲ λούσαντεσ αὐτούσ, ὡσ οὐχ ἱκανῆσ τῆσ κάτω λίμνησ λουτρὸν εἶναι τοῖσ ἐκεῖ, καὶ μύρῳ τῷ καλλίστῳ χρίσαντεσ τὸ σῶμα πρὸσ δυσωδίαν ἤδη βιαζόμενον καὶ στεφανώσαντεσ τοῖσ ὡραίοισ ἄνθεσι προτίθενται λαμπρῶσ ἀμφιέσαντεσ, ἵνα μὴ ῥιγῷεν δῆλον ὅτι παρὰ τὴν ὁδὸν μηδὲ γυμνοὶ βλέποιντο τῷ Κερβέρῳ. (Lucian, (no name) 11:1)
(루키아노스, (no name) 11:1)
- ἐκεῖνα πάντα νεκροδοχεῖα καὶ σωματοφυλάκιά ἐστιν, τί οὖν ἐκεῖνοι στεφανοῦσι τοὺσ λίθουσ καὶ χρίουσι μύρῳ; (Lucian, Contemplantes, (no name) 22:4)
(루키아노스, Contemplantes, (no name) 22:4)
- ἐδήλωσε δὲ τοῦτο μάλιστα διὰ τῆσ πρὸσ Ὅμηρον ζηλοτυπίασ, ὃν ἐκ τῆσ κατασκευαζομένησ ὑπ’ αὐτοῦ πολιτείασ ἐκβάλλει στεφανώσασ καὶ μύρῳ χρίσασ, ὡσ δὴ τούτων αὐτῷ δέον ἐκβαλλομένῳ, δι’ ὃν ἥ τε ἄλλη παιδεία πᾶσα παρῆλθεν εἰσ τὸν βίον καὶ τελευτῶσα φιλοσοφία. (Dionysius of Halicarnassus, Epistula ad Pompeium Geminum, chapter 1 13:2)
(디오니시오스, Epistula ad Pompeium Geminum, chapter 1 13:2)
- τὸ μὲν γὰρ λιμῷ συνόντα καὶ νὴ Δία γε διψῶντα μύρῳ χρίεσθαι καὶ στεφανοῦσθαι τὴν κεφαλήν, ἠρέμα καὶ γελοῖον ἐοίκασ γὰρ τότε στήλῃ ἑώλου τινὸσ νεκροῦ ἄγοντοσ ἐναγίσματα· (Lucian, De mercede, (no name) 28:3)
(루키아노스, De mercede, (no name) 28:3)