헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

παρελαύνω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: παρελαύνω παρελάσω παρήλασα

형태분석: παρ (접두사) + ἐλαύν (어간) + ω (인칭어미)

  1. 몰다, 운전하다, 이끌다, 박다
  2. 추월하다, 따라잡다, 제치다, 도착하다
  1. to drive by or past, to drive, past
  2. to drive by, to drive past, overtake
  3. to row or sail past
  4. to ride by, run by
  5. to ride up to, rush towards, to ride on one's way

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρελαύνω

(나는) 몬다

παρελαύνεις

(너는) 몬다

παρελαύνει

(그는) 몬다

쌍수 παρελαύνετον

(너희 둘은) 몬다

παρελαύνετον

(그 둘은) 몬다

복수 παρελαύνομεν

(우리는) 몬다

παρελαύνετε

(너희는) 몬다

παρελαύνουσιν*

(그들은) 몬다

접속법단수 παρελαύνω

(나는) 몰자

παρελαύνῃς

(너는) 몰자

παρελαύνῃ

(그는) 몰자

쌍수 παρελαύνητον

(너희 둘은) 몰자

παρελαύνητον

(그 둘은) 몰자

복수 παρελαύνωμεν

(우리는) 몰자

παρελαύνητε

(너희는) 몰자

παρελαύνωσιν*

(그들은) 몰자

기원법단수 παρελαύνοιμι

(나는) 몰기를 (바라다)

παρελαύνοις

(너는) 몰기를 (바라다)

παρελαύνοι

(그는) 몰기를 (바라다)

쌍수 παρελαύνοιτον

(너희 둘은) 몰기를 (바라다)

παρελαυνοίτην

(그 둘은) 몰기를 (바라다)

복수 παρελαύνοιμεν

(우리는) 몰기를 (바라다)

παρελαύνοιτε

(너희는) 몰기를 (바라다)

παρελαύνοιεν

(그들은) 몰기를 (바라다)

명령법단수 παρέλαυνε

(너는) 몰아라

παρελαυνέτω

(그는) 몰아라

쌍수 παρελαύνετον

(너희 둘은) 몰아라

παρελαυνέτων

(그 둘은) 몰아라

복수 παρελαύνετε

(너희는) 몰아라

παρελαυνόντων, παρελαυνέτωσαν

(그들은) 몰아라

부정사 παρελαύνειν

모는 것

분사 남성여성중성
παρελαυνων

παρελαυνοντος

παρελαυνουσα

παρελαυνουσης

παρελαυνον

παρελαυνοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρελαύνομαι

(나는) 몰린다

παρελαύνει, παρελαύνῃ

(너는) 몰린다

παρελαύνεται

(그는) 몰린다

쌍수 παρελαύνεσθον

(너희 둘은) 몰린다

παρελαύνεσθον

(그 둘은) 몰린다

복수 παρελαυνόμεθα

(우리는) 몰린다

παρελαύνεσθε

(너희는) 몰린다

παρελαύνονται

(그들은) 몰린다

접속법단수 παρελαύνωμαι

(나는) 몰리자

παρελαύνῃ

(너는) 몰리자

παρελαύνηται

(그는) 몰리자

쌍수 παρελαύνησθον

(너희 둘은) 몰리자

παρελαύνησθον

(그 둘은) 몰리자

복수 παρελαυνώμεθα

(우리는) 몰리자

παρελαύνησθε

(너희는) 몰리자

παρελαύνωνται

(그들은) 몰리자

기원법단수 παρελαυνοίμην

(나는) 몰리기를 (바라다)

παρελαύνοιο

(너는) 몰리기를 (바라다)

παρελαύνοιτο

(그는) 몰리기를 (바라다)

쌍수 παρελαύνοισθον

(너희 둘은) 몰리기를 (바라다)

παρελαυνοίσθην

(그 둘은) 몰리기를 (바라다)

복수 παρελαυνοίμεθα

(우리는) 몰리기를 (바라다)

παρελαύνοισθε

(너희는) 몰리기를 (바라다)

παρελαύνοιντο

(그들은) 몰리기를 (바라다)

명령법단수 παρελαύνου

(너는) 몰려라

παρελαυνέσθω

(그는) 몰려라

쌍수 παρελαύνεσθον

(너희 둘은) 몰려라

παρελαυνέσθων

(그 둘은) 몰려라

복수 παρελαύνεσθε

(너희는) 몰려라

παρελαυνέσθων, παρελαυνέσθωσαν

(그들은) 몰려라

부정사 παρελαύνεσθαι

몰리는 것

분사 남성여성중성
παρελαυνομενος

παρελαυνομενου

παρελαυνομενη

παρελαυνομενης

παρελαυνομενον

παρελαυνομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρελάσω

(나는) 몰겠다

παρελάσεις

(너는) 몰겠다

παρελάσει

(그는) 몰겠다

쌍수 παρελάσετον

(너희 둘은) 몰겠다

παρελάσετον

(그 둘은) 몰겠다

복수 παρελάσομεν

(우리는) 몰겠다

παρελάσετε

(너희는) 몰겠다

παρελάσουσιν*

(그들은) 몰겠다

기원법단수 παρελάσοιμι

(나는) 몰겠기를 (바라다)

παρελάσοις

(너는) 몰겠기를 (바라다)

παρελάσοι

(그는) 몰겠기를 (바라다)

쌍수 παρελάσοιτον

(너희 둘은) 몰겠기를 (바라다)

παρελασοίτην

(그 둘은) 몰겠기를 (바라다)

복수 παρελάσοιμεν

(우리는) 몰겠기를 (바라다)

παρελάσοιτε

(너희는) 몰겠기를 (바라다)

παρελάσοιεν

(그들은) 몰겠기를 (바라다)

부정사 παρελάσειν

몰 것

분사 남성여성중성
παρελασων

παρελασοντος

παρελασουσα

παρελασουσης

παρελασον

παρελασοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρελάσομαι

(나는) 몰리겠다

παρελάσει, παρελάσῃ

(너는) 몰리겠다

παρελάσεται

(그는) 몰리겠다

쌍수 παρελάσεσθον

(너희 둘은) 몰리겠다

παρελάσεσθον

(그 둘은) 몰리겠다

복수 παρελασόμεθα

(우리는) 몰리겠다

παρελάσεσθε

(너희는) 몰리겠다

παρελάσονται

(그들은) 몰리겠다

기원법단수 παρελασοίμην

(나는) 몰리겠기를 (바라다)

παρελάσοιο

(너는) 몰리겠기를 (바라다)

παρελάσοιτο

(그는) 몰리겠기를 (바라다)

쌍수 παρελάσοισθον

(너희 둘은) 몰리겠기를 (바라다)

παρελασοίσθην

(그 둘은) 몰리겠기를 (바라다)

복수 παρελασοίμεθα

(우리는) 몰리겠기를 (바라다)

παρελάσοισθε

(너희는) 몰리겠기를 (바라다)

παρελάσοιντο

(그들은) 몰리겠기를 (바라다)

부정사 παρελάσεσθαι

몰릴 것

분사 남성여성중성
παρελασομενος

παρελασομενου

παρελασομενη

παρελασομενης

παρελασομενον

παρελασομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρῆλαυνον

(나는) 몰고 있었다

παρῆλαυνες

(너는) 몰고 있었다

παρῆλαυνεν*

(그는) 몰고 있었다

쌍수 παρήλαυνετον

(너희 둘은) 몰고 있었다

παρηλαῦνετην

(그 둘은) 몰고 있었다

복수 παρήλαυνομεν

(우리는) 몰고 있었다

παρήλαυνετε

(너희는) 몰고 있었다

παρῆλαυνον

(그들은) 몰고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρηλαῦνομην

(나는) 몰리고 있었다

παρήλαυνου

(너는) 몰리고 있었다

παρήλαυνετο

(그는) 몰리고 있었다

쌍수 παρήλαυνεσθον

(너희 둘은) 몰리고 있었다

παρηλαῦνεσθην

(그 둘은) 몰리고 있었다

복수 παρηλαῦνομεθα

(우리는) 몰리고 있었다

παρήλαυνεσθε

(너희는) 몰리고 있었다

παρήλαυνοντο

(그들은) 몰리고 있었다

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρῆλασα

(나는) 몰았다

παρῆλασας

(너는) 몰았다

παρῆλασεν*

(그는) 몰았다

쌍수 παρήλασατον

(너희 둘은) 몰았다

παρηλᾶσατην

(그 둘은) 몰았다

복수 παρήλασαμεν

(우리는) 몰았다

παρήλασατε

(너희는) 몰았다

παρῆλασαν

(그들은) 몰았다

접속법단수 παρελάσω

(나는) 몰았자

παρελάσῃς

(너는) 몰았자

παρελάσῃ

(그는) 몰았자

쌍수 παρελάσητον

(너희 둘은) 몰았자

παρελάσητον

(그 둘은) 몰았자

복수 παρελάσωμεν

(우리는) 몰았자

παρελάσητε

(너희는) 몰았자

παρελάσωσιν*

(그들은) 몰았자

기원법단수 παρελάσαιμι

(나는) 몰았기를 (바라다)

παρελάσαις

(너는) 몰았기를 (바라다)

παρελάσαι

(그는) 몰았기를 (바라다)

쌍수 παρελάσαιτον

(너희 둘은) 몰았기를 (바라다)

παρελασαίτην

(그 둘은) 몰았기를 (바라다)

복수 παρελάσαιμεν

(우리는) 몰았기를 (바라다)

παρελάσαιτε

(너희는) 몰았기를 (바라다)

παρελάσαιεν

(그들은) 몰았기를 (바라다)

명령법단수 παρέλασον

(너는) 몰았어라

παρελασάτω

(그는) 몰았어라

쌍수 παρελάσατον

(너희 둘은) 몰았어라

παρελασάτων

(그 둘은) 몰았어라

복수 παρελάσατε

(너희는) 몰았어라

παρελασάντων

(그들은) 몰았어라

부정사 παρελάσαι

몰았는 것

분사 남성여성중성
παρελασᾱς

παρελασαντος

παρελασᾱσα

παρελασᾱσης

παρελασαν

παρελασαντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρηλᾶσαμην

(나는) 몰렸다

παρήλασω

(너는) 몰렸다

παρήλασατο

(그는) 몰렸다

쌍수 παρήλασασθον

(너희 둘은) 몰렸다

παρηλᾶσασθην

(그 둘은) 몰렸다

복수 παρηλᾶσαμεθα

(우리는) 몰렸다

παρήλασασθε

(너희는) 몰렸다

παρήλασαντο

(그들은) 몰렸다

접속법단수 παρελάσωμαι

(나는) 몰렸자

παρελάσῃ

(너는) 몰렸자

παρελάσηται

(그는) 몰렸자

쌍수 παρελάσησθον

(너희 둘은) 몰렸자

παρελάσησθον

(그 둘은) 몰렸자

복수 παρελασώμεθα

(우리는) 몰렸자

παρελάσησθε

(너희는) 몰렸자

παρελάσωνται

(그들은) 몰렸자

기원법단수 παρελασαίμην

(나는) 몰렸기를 (바라다)

παρελάσαιο

(너는) 몰렸기를 (바라다)

παρελάσαιτο

(그는) 몰렸기를 (바라다)

쌍수 παρελάσαισθον

(너희 둘은) 몰렸기를 (바라다)

παρελασαίσθην

(그 둘은) 몰렸기를 (바라다)

복수 παρελασαίμεθα

(우리는) 몰렸기를 (바라다)

παρελάσαισθε

(너희는) 몰렸기를 (바라다)

παρελάσαιντο

(그들은) 몰렸기를 (바라다)

명령법단수 παρέλασαι

(너는) 몰렸어라

παρελασάσθω

(그는) 몰렸어라

쌍수 παρελάσασθον

(너희 둘은) 몰렸어라

παρελασάσθων

(그 둘은) 몰렸어라

복수 παρελάσασθε

(너희는) 몰렸어라

παρελασάσθων

(그들은) 몰렸어라

부정사 παρελάσεσθαι

몰렸는 것

분사 남성여성중성
παρελασαμενος

παρελασαμενου

παρελασαμενη

παρελασαμενης

παρελασαμενον

παρελασαμενου

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • εἰ δὲ ἐπιστραφέντεσ ἐσ κύκλουσ ὑπὲρ τὰ κέρατα παρελαύνειν ἐθέλοιεν, ἀνατείνεσθαι ἐσ τὰ ὑπερδεξιώτερα ἔτι τὰ κέρατα αὐτῆσ τῆσ ψιλῆσ τοξείασ· (Arrian, Acies Contra Alanos 40:1)

    (아리아노스, Acies Contra Alanos 40:1)

  • Τρηχῖνα δέ τοι παρελαύνω ἐσ Κήυκα ἄνακτα· (Hesiod, Shield of Heracles, Book Sh. 33:3)

    (헤시오도스, 헤라클레스의 방패, Book Sh. 33:3)

  • τε καὶ τῆσ ἄλλησ ταλαιπωρίησ ‐ ἀλλὰ ἐρομένοισι γὰρ αὐτοῖσιν ἵναπερ εἰή Ἀλέξανδροσ, ὑποκρινάμενοι τὸν χῶρον οἳ δὲ παρήλαυνον. (Arrian, Indica, chapter 34 8:1)

    (아리아노스, Indica, chapter 34 8:1)

  • καί τὴν μὲν ἵππον εὐθὺσ πᾶσαν ἐκέλευσε παρελαύνειν ἀπ’ οὐρᾶσ ὡσ προεμβαλοῦσαν, αὐτὸσ δὲ τοὺσ ὁπλίτασ τριακοσίουσ ὄντασ εἰσ ὀλίγον συνήγαγεν, ἐλπίζων καθ’ ὃ προσβάλοι μάλιστα διακόψειν ὑπερβάλλοντασ πλήθει τοὺσ πολεμίουσ. (Plutarch, Pelopidas, chapter 17 2:1)

    (플루타르코스, Pelopidas, chapter 17 2:1)

  • ἦν οὖν παρὰ τὰσ τάξεισ τῶν λαφύρων παραφερομένων καὶ ἀναδεικνυμένων τοῖσ τε Ῥωμαίοισ χαρὰ μετ’ ἀλαλαγμοῦ καὶ τοῖσ Ἕλλησιν ἀθυμία καὶ κατάπληξισ, ἄχρι οὗ μαθὼν ὁ Πύρροσ τὸ γινόμενον παρήλαυνε γυμνῷ τῷ προσώπῳ τήν τε δεξιὰν ὀρέγων τοῖσ μαχομένοισ καὶ τῇ φωνῇ σημαίνων ἑαυτόν, τέλοσ δὲ τῶν θηρίων ἐκβιαζομένων μάλιστα τοὺσ Ῥωμαίουσ, καὶ τῶν ἵππων, πρὶν ἐγγὺσ γενέσθαι, δυσανασχετούντων καὶ παραφερόντων τοὺσ ἐπιβάτασ, ἐπαγαγὼν τὴν Θετταλικὴν ἵππον αὐτοῖσ ταρασσομένοισ ἐτρέψατο πολλῷ φόνῳ. (Plutarch, chapter 17 3:1)

    (플루타르코스, chapter 17 3:1)

유의어

  1. 몰다

  2. to row or sail past

  3. to ride by

관련어

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION