εἰσελαύνω?
비축약 동사;
로마알파벳 전사: eiselaunō
고전 발음: [에이셀라우노:]
신약 발음: [이샐라우노]
기본형:
εἰσελαύνω
εἰσελάσω
형태분석:
εἰς
(접두사)
+
ἐλαύν
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- to drive in, driving in
- to row or sail in, to ride in, to enter in triumphal procession
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- "ἡμῖν δὲ βασιλεὺς καὶ ἄρχων καὶ ἁρμοστὴς ὁ Ἔρως ὑφ Ἡσιόδου καὶ Πλάτωνος καὶ Σόλωνος ἀπὸ τοῦ Ἑλικῶνος εἰς τὴν Ἀκαδήμειαν ἐστεφανωμένος κατάγεται καὶ κεκοσμημένος εἰσελαύνει πολλαῖς συνωρίσι φιλίας καὶ κοινωνίας, οὐχ οἱάν Εὐριπίδης φησὶν ἀχαλκεύτοισιν ἐζεῦχθαι πέδαις, ψυχρὰν οὗτός γε καὶ βαρεῖαν ἐν χρείᾳ περιβαλὼν ὑπ αἰσχύνης ἀνάγκην, ἀλλ ὑποπτέρου φερομένης ἐπὶ τὰ κάλλιστα τῶν ὄντων καὶ θειότατα, περὶ ὧν ἑτέροις εἴρηται βέλτιον. (Plutarch, Amatorius, section 18 4:19)
(플루타르코스, Amatorius, section 18 4:19)
- εἰς δὲ τὰς ἑώλους καὶ πολυπατήτους κύκλῳ περιιὼν εἰσελαύνει ῥαψῳδίας τὸν λόγον. (Plutarch, De garrulitate, section 22 5:5)
(플루타르코스, De garrulitate, section 22 5:5)
- εἰς δὲ τὰς ἑώλους καὶ πολυπατήτους κύκλῳ περιιὼν εἰσελαύνει ῥαψῳδίας τὸν λόγον: (Plutarch, De garrulitate, section 22 16:1)
(플루타르코스, De garrulitate, section 22 16:1)
- λέγεται δ ὡς ἀληθῶς τοῦ Φαβίου τὸν πρόπαππον ἐν δόξῃ καὶ δυνάμει μεγίστῃ Ῥωμαίων γενόμενον πεντάκις μὲν αὑτὸν ὑπατεῦσαι καὶ θριάμβους ἐκ πολέμων μεγίστων ἐπιφανεστάτους καταγαγεῖν, ὑπατεύοντι δ υἱῷ πρεσβευτὴν συνεξελθεῖν ἐπὶ τὸν πόλεμον, ἐν δὲ τῷ θριάμβῳ τὸν μὲν εἰσελαύνειν ἐπὶ τεθρίππῳ, τὸν δ ἵππον ἔχοντα μετὰ τῶν ἄλλων ἐπακολουθεῖν, ἀγαλλόμενον ὅτι τοῦ μὲν υἱοῦ κύριος, τῶν δὲ πολιτῶν μέγιστος καὶ ὢν καὶ προσαγορευόμενος, ὕστερον αὑτὸν τοῦ νόμου καὶ τοῦ ἄρχοντος τίθησιν. (Plutarch, Fabius Maximus, chapter 24 3:1)
(플루타르코스, Fabius Maximus, chapter 24 3:1)
- ἐπεὶ δὲ κατὰ νόμον ἔδει τοὺς μὲν ἀρχὴν μετιόντας παρεῖναι, τοὺς δὲ μέλλοντας εἰσελαύνειν θρίαμβον ἔξω τείχους ὑπομένειν, ἠξίου παρὰ τῆς βουλῆς αὐτῷ δοθῆναι δι ἑτέρων αἰτεῖσθαι τήν ἀρχήν. (Plutarch, Cato the Younger, chapter 31 3:1)
(플루타르코스, Cato the Younger, chapter 31 3:1)
유의어
-
to drive in
- προσβάλλω (하다, 몰다, 운전하다)
- ἐπελαύνω (~에 앉다, 안으로 던지다, ~에 원인이 있다)
- παίω (쫓아내다, 몰아내다)
- ἐλαύνω (쫓아내다, 몰아내다)
- ἐξαναγκάζω (쫓아내다, 몰아내다)
- ἐνελαύνω (to drive in or into)
- ἐνσείω (to drive into)
- ἀντιοχεύομαι (to drive against)
- ἀνακόπτω (몰아내다, 논박하다)
- διαπείρω (to drive through)
- καταφέρω (to drive ships)
- ἀπομάχομαι (몰다, 운전하다, 이끌다)
- ἁρματηλατέω (몰다, 이끌다, 행진하다)
- ἁρματεύω (to drive or go in a chariot)
- διαφοιβάζω (정신을 뺏다, 미치게 만들다)
- ἱππηλατέω (to ride or drive)
- παρελαύνω (몰다, 운전하다, 이끌다)
- ἐνσείω (몰다, 운전하다, 이끌다)
- συνωρικεύομαι (to drive a pair)
- κυδοιμέω (to drive in confusion)
- προσνέμω (몰다, 운전하다, 이끌다)
- παρακαταπήγνυμι (to drive in alongside)
- ἐξαγίζω (to drive out as accursed)
파생어
- ἀντελαύνω (to sail against)
- ἀπελαύνω (추방하다, 쫓아내다, 내쫓다)
- διελαύνω (꿰찌르다, 관통하다, 지르다)
- διεξελαύνω (몰다, 운전하다, 이끌다)
- ἐλαύνω (몰다, 나아가다, 운전하다)
- ἐνελαύνω (to drive in or into)
- ἐξελαύνω (쫓아내다, 쫓다, 내몰다)
- ἐπελαύνω (~에 앉다, 안으로 던지다, ~에 원인이 있다)
- κατελαύνω (to draw down)
- παρελαύνω (몰다, 운전하다, 이끌다)
- παρεξελαύνω (지나가다, 지나치다, 지나다)
- περιελαύνω (밀다, 돌다, 내밀다)
- προελαύνω (to ride on or forward, to ride before, was now far advanced)
- προεξελαύνω (~주변을 돌아다니다, 만기가 되다, 막다)
- προσελαύνω (도착하다, 도달하다, 되다)
- συνελαύνω (이끌다, 같이 돌다, 같이 나르다)
- συνεξελαύνω (to drive out along with or together)
- ὑπελαύνω (to ride up)
- ὑπεξελαύνω (to drive away gradually)