헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συνελαύνω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συνελαύνω συνελάσω συνήλασα

형태분석: συν (접두사) + ἐλαύν (어간) + ω (인칭어미)

  1. 이끌다, 같이 돌다, 같이 나르다, 섞다
  2. 만나다, 접하다, 맞다, 마중하다
  1. to drive together, gnashed, together
  2. to match in combat, set to fight, to meet

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνελαύνω

(나는) 이끈다

συνελαύνεις

(너는) 이끈다

συνελαύνει

(그는) 이끈다

쌍수 συνελαύνετον

(너희 둘은) 이끈다

συνελαύνετον

(그 둘은) 이끈다

복수 συνελαύνομεν

(우리는) 이끈다

συνελαύνετε

(너희는) 이끈다

συνελαύνουσιν*

(그들은) 이끈다

접속법단수 συνελαύνω

(나는) 이끌자

συνελαύνῃς

(너는) 이끌자

συνελαύνῃ

(그는) 이끌자

쌍수 συνελαύνητον

(너희 둘은) 이끌자

συνελαύνητον

(그 둘은) 이끌자

복수 συνελαύνωμεν

(우리는) 이끌자

συνελαύνητε

(너희는) 이끌자

συνελαύνωσιν*

(그들은) 이끌자

기원법단수 συνελαύνοιμι

(나는) 이끌기를 (바라다)

συνελαύνοις

(너는) 이끌기를 (바라다)

συνελαύνοι

(그는) 이끌기를 (바라다)

쌍수 συνελαύνοιτον

(너희 둘은) 이끌기를 (바라다)

συνελαυνοίτην

(그 둘은) 이끌기를 (바라다)

복수 συνελαύνοιμεν

(우리는) 이끌기를 (바라다)

συνελαύνοιτε

(너희는) 이끌기를 (바라다)

συνελαύνοιεν

(그들은) 이끌기를 (바라다)

명령법단수 συνέλαυνε

(너는) 이끌어라

συνελαυνέτω

(그는) 이끌어라

쌍수 συνελαύνετον

(너희 둘은) 이끌어라

συνελαυνέτων

(그 둘은) 이끌어라

복수 συνελαύνετε

(너희는) 이끌어라

συνελαυνόντων, συνελαυνέτωσαν

(그들은) 이끌어라

부정사 συνελαύνειν

이끄는 것

분사 남성여성중성
συνελαυνων

συνελαυνοντος

συνελαυνουσα

συνελαυνουσης

συνελαυνον

συνελαυνοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνελαύνομαι

(나는) 이끌려진다

συνελαύνει, συνελαύνῃ

(너는) 이끌려진다

συνελαύνεται

(그는) 이끌려진다

쌍수 συνελαύνεσθον

(너희 둘은) 이끌려진다

συνελαύνεσθον

(그 둘은) 이끌려진다

복수 συνελαυνόμεθα

(우리는) 이끌려진다

συνελαύνεσθε

(너희는) 이끌려진다

συνελαύνονται

(그들은) 이끌려진다

접속법단수 συνελαύνωμαι

(나는) 이끌려지자

συνελαύνῃ

(너는) 이끌려지자

συνελαύνηται

(그는) 이끌려지자

쌍수 συνελαύνησθον

(너희 둘은) 이끌려지자

συνελαύνησθον

(그 둘은) 이끌려지자

복수 συνελαυνώμεθα

(우리는) 이끌려지자

συνελαύνησθε

(너희는) 이끌려지자

συνελαύνωνται

(그들은) 이끌려지자

기원법단수 συνελαυνοίμην

(나는) 이끌려지기를 (바라다)

συνελαύνοιο

(너는) 이끌려지기를 (바라다)

συνελαύνοιτο

(그는) 이끌려지기를 (바라다)

쌍수 συνελαύνοισθον

(너희 둘은) 이끌려지기를 (바라다)

συνελαυνοίσθην

(그 둘은) 이끌려지기를 (바라다)

복수 συνελαυνοίμεθα

(우리는) 이끌려지기를 (바라다)

συνελαύνοισθε

(너희는) 이끌려지기를 (바라다)

συνελαύνοιντο

(그들은) 이끌려지기를 (바라다)

명령법단수 συνελαύνου

(너는) 이끌려져라

συνελαυνέσθω

(그는) 이끌려져라

쌍수 συνελαύνεσθον

(너희 둘은) 이끌려져라

συνελαυνέσθων

(그 둘은) 이끌려져라

복수 συνελαύνεσθε

(너희는) 이끌려져라

συνελαυνέσθων, συνελαυνέσθωσαν

(그들은) 이끌려져라

부정사 συνελαύνεσθαι

이끌려지는 것

분사 남성여성중성
συνελαυνομενος

συνελαυνομενου

συνελαυνομενη

συνελαυνομενης

συνελαυνομενον

συνελαυνομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνελάσω

(나는) 이끌겠다

συνελάσεις

(너는) 이끌겠다

συνελάσει

(그는) 이끌겠다

쌍수 συνελάσετον

(너희 둘은) 이끌겠다

συνελάσετον

(그 둘은) 이끌겠다

복수 συνελάσομεν

(우리는) 이끌겠다

συνελάσετε

(너희는) 이끌겠다

συνελάσουσιν*

(그들은) 이끌겠다

기원법단수 συνελάσοιμι

(나는) 이끌겠기를 (바라다)

συνελάσοις

(너는) 이끌겠기를 (바라다)

συνελάσοι

(그는) 이끌겠기를 (바라다)

쌍수 συνελάσοιτον

(너희 둘은) 이끌겠기를 (바라다)

συνελασοίτην

(그 둘은) 이끌겠기를 (바라다)

복수 συνελάσοιμεν

(우리는) 이끌겠기를 (바라다)

συνελάσοιτε

(너희는) 이끌겠기를 (바라다)

συνελάσοιεν

(그들은) 이끌겠기를 (바라다)

부정사 συνελάσειν

이끌 것

분사 남성여성중성
συνελασων

συνελασοντος

συνελασουσα

συνελασουσης

συνελασον

συνελασοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνελάσομαι

(나는) 이끌려지겠다

συνελάσει, συνελάσῃ

(너는) 이끌려지겠다

συνελάσεται

(그는) 이끌려지겠다

쌍수 συνελάσεσθον

(너희 둘은) 이끌려지겠다

συνελάσεσθον

(그 둘은) 이끌려지겠다

복수 συνελασόμεθα

(우리는) 이끌려지겠다

συνελάσεσθε

(너희는) 이끌려지겠다

συνελάσονται

(그들은) 이끌려지겠다

기원법단수 συνελασοίμην

(나는) 이끌려지겠기를 (바라다)

συνελάσοιο

(너는) 이끌려지겠기를 (바라다)

συνελάσοιτο

(그는) 이끌려지겠기를 (바라다)

쌍수 συνελάσοισθον

(너희 둘은) 이끌려지겠기를 (바라다)

συνελασοίσθην

(그 둘은) 이끌려지겠기를 (바라다)

복수 συνελασοίμεθα

(우리는) 이끌려지겠기를 (바라다)

συνελάσοισθε

(너희는) 이끌려지겠기를 (바라다)

συνελάσοιντο

(그들은) 이끌려지겠기를 (바라다)

부정사 συνελάσεσθαι

이끌려질 것

분사 남성여성중성
συνελασομενος

συνελασομενου

συνελασομενη

συνελασομενης

συνελασομενον

συνελασομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνήλαυνον

(나는) 이끌고 있었다

συνήλαυνες

(너는) 이끌고 있었다

συνήλαυνεν*

(그는) 이끌고 있었다

쌍수 συνηλαύνετον

(너희 둘은) 이끌고 있었다

συνηλαυνέτην

(그 둘은) 이끌고 있었다

복수 συνηλαύνομεν

(우리는) 이끌고 있었다

συνηλαύνετε

(너희는) 이끌고 있었다

συνήλαυνον

(그들은) 이끌고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνηλαυνόμην

(나는) 이끌려지고 있었다

συνηλαύνου

(너는) 이끌려지고 있었다

συνηλαύνετο

(그는) 이끌려지고 있었다

쌍수 συνηλαύνεσθον

(너희 둘은) 이끌려지고 있었다

συνηλαυνέσθην

(그 둘은) 이끌려지고 있었다

복수 συνηλαυνόμεθα

(우리는) 이끌려지고 있었다

συνηλαύνεσθε

(너희는) 이끌려지고 있었다

συνηλαύνοντο

(그들은) 이끌려지고 있었다

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνήλασα

(나는) 이끌었다

συνήλασας

(너는) 이끌었다

συνήλασεν*

(그는) 이끌었다

쌍수 συνηλάσατον

(너희 둘은) 이끌었다

συνηλασάτην

(그 둘은) 이끌었다

복수 συνηλάσαμεν

(우리는) 이끌었다

συνηλάσατε

(너희는) 이끌었다

συνήλασαν

(그들은) 이끌었다

접속법단수 συνελάσω

(나는) 이끌었자

συνελάσῃς

(너는) 이끌었자

συνελάσῃ

(그는) 이끌었자

쌍수 συνελάσητον

(너희 둘은) 이끌었자

συνελάσητον

(그 둘은) 이끌었자

복수 συνελάσωμεν

(우리는) 이끌었자

συνελάσητε

(너희는) 이끌었자

συνελάσωσιν*

(그들은) 이끌었자

기원법단수 συνελάσαιμι

(나는) 이끌었기를 (바라다)

συνελάσαις

(너는) 이끌었기를 (바라다)

συνελάσαι

(그는) 이끌었기를 (바라다)

쌍수 συνελάσαιτον

(너희 둘은) 이끌었기를 (바라다)

συνελασαίτην

(그 둘은) 이끌었기를 (바라다)

복수 συνελάσαιμεν

(우리는) 이끌었기를 (바라다)

συνελάσαιτε

(너희는) 이끌었기를 (바라다)

συνελάσαιεν

(그들은) 이끌었기를 (바라다)

명령법단수 συνέλασον

(너는) 이끌었어라

συνελασάτω

(그는) 이끌었어라

쌍수 συνελάσατον

(너희 둘은) 이끌었어라

συνελασάτων

(그 둘은) 이끌었어라

복수 συνελάσατε

(너희는) 이끌었어라

συνελασάντων

(그들은) 이끌었어라

부정사 συνελάσαι

이끌었는 것

분사 남성여성중성
συνελασᾱς

συνελασαντος

συνελασᾱσα

συνελασᾱσης

συνελασαν

συνελασαντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνηλασάμην

(나는) 이끌려졌다

συνηλάσω

(너는) 이끌려졌다

συνηλάσατο

(그는) 이끌려졌다

쌍수 συνηλάσασθον

(너희 둘은) 이끌려졌다

συνηλασάσθην

(그 둘은) 이끌려졌다

복수 συνηλασάμεθα

(우리는) 이끌려졌다

συνηλάσασθε

(너희는) 이끌려졌다

συνηλάσαντο

(그들은) 이끌려졌다

접속법단수 συνελάσωμαι

(나는) 이끌려졌자

συνελάσῃ

(너는) 이끌려졌자

συνελάσηται

(그는) 이끌려졌자

쌍수 συνελάσησθον

(너희 둘은) 이끌려졌자

συνελάσησθον

(그 둘은) 이끌려졌자

복수 συνελασώμεθα

(우리는) 이끌려졌자

συνελάσησθε

(너희는) 이끌려졌자

συνελάσωνται

(그들은) 이끌려졌자

기원법단수 συνελασαίμην

(나는) 이끌려졌기를 (바라다)

συνελάσαιο

(너는) 이끌려졌기를 (바라다)

συνελάσαιτο

(그는) 이끌려졌기를 (바라다)

쌍수 συνελάσαισθον

(너희 둘은) 이끌려졌기를 (바라다)

συνελασαίσθην

(그 둘은) 이끌려졌기를 (바라다)

복수 συνελασαίμεθα

(우리는) 이끌려졌기를 (바라다)

συνελάσαισθε

(너희는) 이끌려졌기를 (바라다)

συνελάσαιντο

(그들은) 이끌려졌기를 (바라다)

명령법단수 συνέλασαι

(너는) 이끌려졌어라

συνελασάσθω

(그는) 이끌려졌어라

쌍수 συνελάσασθον

(너희 둘은) 이끌려졌어라

συνελασάσθων

(그 둘은) 이끌려졌어라

복수 συνελάσασθε

(너희는) 이끌려졌어라

συνελασάσθων

(그들은) 이끌려졌어라

부정사 συνελάσεσθαι

이끌려졌는 것

분사 남성여성중성
συνελασαμενος

συνελασαμενου

συνελασαμενη

συνελασαμενης

συνελασαμενον

συνελασαμενου

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Περιέρχῃ με, ὦ Λυκῖνε, καὶ συνελαύνεισ ἐσ στενὸν οὐδὲν ὑπ̓ ἐμοῦ δεινὸν παθών, ὑπὸ φθόνου δηλαδή, ὅτι ἐγὼ μὲν προὔκοπτον ἐν τοῖσ μαθήμασι, σὺ δὲ ὠλιγώρησασ ἑαυτοῦ τηλικοῦτοσ ὤν. (Lucian, 129:8)

    (루키아노스, 129:8)

  • "αἱ δὲ πολυθρύλητοι συμμετρίαι καὶ ἁρμονίαι τῶν περὶ τὰ αἰσθητήρια πόρων αἵ τε πολυμιξίαι τῶν σπερμάτων, ἃ δὴ πᾶσι χυμοῖσ καὶ ὀσμαῖσ καὶ χρόαισ ἐνδιεσπαρμένα λέγουσιν ἑτέραν ἑτέρῳ ποιότητοσ κινεῖν αἴσθησιν, οὐκ ἄντικρυσ εἰσ τὸ μὴ μᾶλλον τὰ πράγματα συνελαύνουσιν αὐτοῖσ; (Plutarch, Adversus Colotem, section 51)

    (플루타르코스, Adversus Colotem, section 51)

  • ἡ μὲν γὰρ φύσισ ἐλευθέρουσ ἡμᾶσ καὶ λελυμένουσ ἀφίησιν, ἡμεῖσ δ’ αὐτοὶ συνδέομεν ἑαυτοὺσ συστενοχωροῦμεν ἐγκατοικοδομοῦμεν, εἰσ μικρὰ καὶ γλίσχρα συνελαύνομεν. (Plutarch, De exilio, section 6 6:1)

    (플루타르코스, De exilio, section 6 6:1)

  • ἀγαμίαν δ’ ἀδελφοῦ καὶ ἀπαιδίαν μάλιστα δυσχεραίνειν καὶ παρακαλοῦντα καὶ λοιδοροῦντα συνελαύνειν πανταχόθεν εἰσ γάμον καὶ συνειργνύναι νομίμοισ κηδεύμασι· (Plutarch, De fraterno amore, section 21 1:1)

    (플루타르코스, De fraterno amore, section 21 1:1)

  • ἀγαμίαν δ’ ἀδελφοῦ καὶ ἀπαιδίαν μάλιστα δυσχεραίνειν, καὶ παρακαλοῦντα καὶ λοιδοροῦντα συνελαύνειν πανταχόθεν εἰσ γάμον καὶ συνειργνύναι νομίμοισ κηδεύμασι· (Plutarch, De fraterno amore, section 21 3:2)

    (플루타르코스, De fraterno amore, section 21 3:2)

유의어

  1. 이끌다

  2. 만나다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION