헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καταφέρω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: καταφέρω κατοίσω

형태분석: κατα (접두사) + φέρ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 낮추다, 넘치다, 넘쳐 흐르다, 흩뿌리다, 휘던지다, 던지다
  2. 되돌아가다, 반환하다, 갚다
  1. to bring down, will bring, down, I bring down, to be brought down
  2. to drive ships
  3. to pay down
  4. to be weighed down
  5. to carry home, to return

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταφέρω

(나는) 낮춘다

καταφέρεις

(너는) 낮춘다

καταφέρει

(그는) 낮춘다

쌍수 καταφέρετον

(너희 둘은) 낮춘다

καταφέρετον

(그 둘은) 낮춘다

복수 καταφέρομεν

(우리는) 낮춘다

καταφέρετε

(너희는) 낮춘다

καταφέρουσιν*

(그들은) 낮춘다

접속법단수 καταφέρω

(나는) 낮추자

καταφέρῃς

(너는) 낮추자

καταφέρῃ

(그는) 낮추자

쌍수 καταφέρητον

(너희 둘은) 낮추자

καταφέρητον

(그 둘은) 낮추자

복수 καταφέρωμεν

(우리는) 낮추자

καταφέρητε

(너희는) 낮추자

καταφέρωσιν*

(그들은) 낮추자

기원법단수 καταφέροιμι

(나는) 낮추기를 (바라다)

καταφέροις

(너는) 낮추기를 (바라다)

καταφέροι

(그는) 낮추기를 (바라다)

쌍수 καταφέροιτον

(너희 둘은) 낮추기를 (바라다)

καταφεροίτην

(그 둘은) 낮추기를 (바라다)

복수 καταφέροιμεν

(우리는) 낮추기를 (바라다)

καταφέροιτε

(너희는) 낮추기를 (바라다)

καταφέροιεν

(그들은) 낮추기를 (바라다)

명령법단수 καταφέρε

(너는) 낮추어라

καταφερέτω

(그는) 낮추어라

쌍수 καταφέρετον

(너희 둘은) 낮추어라

καταφερέτων

(그 둘은) 낮추어라

복수 καταφέρετε

(너희는) 낮추어라

καταφερόντων, καταφερέτωσαν

(그들은) 낮추어라

부정사 καταφέρειν

낮추는 것

분사 남성여성중성
καταφερων

καταφεροντος

καταφερουσα

καταφερουσης

καταφερον

καταφεροντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταφέρομαι

(나는) 낮춰진다

καταφέρει, καταφέρῃ

(너는) 낮춰진다

καταφέρεται

(그는) 낮춰진다

쌍수 καταφέρεσθον

(너희 둘은) 낮춰진다

καταφέρεσθον

(그 둘은) 낮춰진다

복수 καταφερόμεθα

(우리는) 낮춰진다

καταφέρεσθε

(너희는) 낮춰진다

καταφέρονται

(그들은) 낮춰진다

접속법단수 καταφέρωμαι

(나는) 낮춰지자

καταφέρῃ

(너는) 낮춰지자

καταφέρηται

(그는) 낮춰지자

쌍수 καταφέρησθον

(너희 둘은) 낮춰지자

καταφέρησθον

(그 둘은) 낮춰지자

복수 καταφερώμεθα

(우리는) 낮춰지자

καταφέρησθε

(너희는) 낮춰지자

καταφέρωνται

(그들은) 낮춰지자

기원법단수 καταφεροίμην

(나는) 낮춰지기를 (바라다)

καταφέροιο

(너는) 낮춰지기를 (바라다)

καταφέροιτο

(그는) 낮춰지기를 (바라다)

쌍수 καταφέροισθον

(너희 둘은) 낮춰지기를 (바라다)

καταφεροίσθην

(그 둘은) 낮춰지기를 (바라다)

복수 καταφεροίμεθα

(우리는) 낮춰지기를 (바라다)

καταφέροισθε

(너희는) 낮춰지기를 (바라다)

καταφέροιντο

(그들은) 낮춰지기를 (바라다)

명령법단수 καταφέρου

(너는) 낮춰져라

καταφερέσθω

(그는) 낮춰져라

쌍수 καταφέρεσθον

(너희 둘은) 낮춰져라

καταφερέσθων

(그 둘은) 낮춰져라

복수 καταφέρεσθε

(너희는) 낮춰져라

καταφερέσθων, καταφερέσθωσαν

(그들은) 낮춰져라

부정사 καταφέρεσθαι

낮춰지는 것

분사 남성여성중성
καταφερομενος

καταφερομενου

καταφερομενη

καταφερομενης

καταφερομενον

καταφερομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατοίσω

(나는) 낮추겠다

κατοίσεις

(너는) 낮추겠다

κατοίσει

(그는) 낮추겠다

쌍수 κατοίσετον

(너희 둘은) 낮추겠다

κατοίσετον

(그 둘은) 낮추겠다

복수 κατοίσομεν

(우리는) 낮추겠다

κατοίσετε

(너희는) 낮추겠다

κατοίσουσιν*

(그들은) 낮추겠다

기원법단수 κατοίσοιμι

(나는) 낮추겠기를 (바라다)

κατοίσοις

(너는) 낮추겠기를 (바라다)

κατοίσοι

(그는) 낮추겠기를 (바라다)

쌍수 κατοίσοιτον

(너희 둘은) 낮추겠기를 (바라다)

κατοισοίτην

(그 둘은) 낮추겠기를 (바라다)

복수 κατοίσοιμεν

(우리는) 낮추겠기를 (바라다)

κατοίσοιτε

(너희는) 낮추겠기를 (바라다)

κατοίσοιεν

(그들은) 낮추겠기를 (바라다)

부정사 κατοίσειν

낮출 것

분사 남성여성중성
κατοισων

κατοισοντος

κατοισουσα

κατοισουσης

κατοισον

κατοισοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατοίσομαι

(나는) 낮춰지겠다

κατοίσει, κατοίσῃ

(너는) 낮춰지겠다

κατοίσεται

(그는) 낮춰지겠다

쌍수 κατοίσεσθον

(너희 둘은) 낮춰지겠다

κατοίσεσθον

(그 둘은) 낮춰지겠다

복수 κατοισόμεθα

(우리는) 낮춰지겠다

κατοίσεσθε

(너희는) 낮춰지겠다

κατοίσονται

(그들은) 낮춰지겠다

기원법단수 κατοισοίμην

(나는) 낮춰지겠기를 (바라다)

κατοίσοιο

(너는) 낮춰지겠기를 (바라다)

κατοίσοιτο

(그는) 낮춰지겠기를 (바라다)

쌍수 κατοίσοισθον

(너희 둘은) 낮춰지겠기를 (바라다)

κατοισοίσθην

(그 둘은) 낮춰지겠기를 (바라다)

복수 κατοισοίμεθα

(우리는) 낮춰지겠기를 (바라다)

κατοίσοισθε

(너희는) 낮춰지겠기를 (바라다)

κατοίσοιντο

(그들은) 낮춰지겠기를 (바라다)

부정사 κατοίσεσθαι

낮춰질 것

분사 남성여성중성
κατοισομενος

κατοισομενου

κατοισομενη

κατοισομενης

κατοισομενον

κατοισομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατέφερον

(나는) 낮추고 있었다

κατέφερες

(너는) 낮추고 있었다

κατέφερεν*

(그는) 낮추고 있었다

쌍수 κατεφέρετον

(너희 둘은) 낮추고 있었다

κατεφερέτην

(그 둘은) 낮추고 있었다

복수 κατεφέρομεν

(우리는) 낮추고 있었다

κατεφέρετε

(너희는) 낮추고 있었다

κατέφερον

(그들은) 낮추고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατεφερόμην

(나는) 낮춰지고 있었다

κατεφέρου

(너는) 낮춰지고 있었다

κατεφέρετο

(그는) 낮춰지고 있었다

쌍수 κατεφέρεσθον

(너희 둘은) 낮춰지고 있었다

κατεφερέσθην

(그 둘은) 낮춰지고 있었다

복수 κατεφερόμεθα

(우리는) 낮춰지고 있었다

κατεφέρεσθε

(너희는) 낮춰지고 있었다

κατεφέροντο

(그들은) 낮춰지고 있었다

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατῆνεγκα

(나는) 낮추었다

κατῆνεγκας

(너는) 낮추었다

κατῆνεγκεν*

(그는) 낮추었다

쌍수 κατήνεγκατον

(너희 둘은) 낮추었다

κατηνε͂γκατην

(그 둘은) 낮추었다

복수 κατήνεγκαμεν

(우리는) 낮추었다

κατήνεγκατε

(너희는) 낮추었다

κατῆνεγκαν

(그들은) 낮추었다

접속법단수 κατενέγκω

(나는) 낮추었자

κατενέγκῃς

(너는) 낮추었자

κατενέγκῃ

(그는) 낮추었자

쌍수 κατενέγκητον

(너희 둘은) 낮추었자

κατενέγκητον

(그 둘은) 낮추었자

복수 κατενέγκωμεν

(우리는) 낮추었자

κατενέγκητε

(너희는) 낮추었자

κατενέγκωσιν*

(그들은) 낮추었자

기원법단수 κατενέγκαιμι

(나는) 낮추었기를 (바라다)

κατενέγκαις

(너는) 낮추었기를 (바라다)

κατενέγκαι

(그는) 낮추었기를 (바라다)

쌍수 κατενέγκαιτον

(너희 둘은) 낮추었기를 (바라다)

κατενεγκαίτην

(그 둘은) 낮추었기를 (바라다)

복수 κατενέγκαιμεν

(우리는) 낮추었기를 (바라다)

κατενέγκαιτε

(너희는) 낮추었기를 (바라다)

κατενέγκαιεν

(그들은) 낮추었기를 (바라다)

명령법단수 κατένεγκον

(너는) 낮추었어라

κατενεγκάτω

(그는) 낮추었어라

쌍수 κατενέγκατον

(너희 둘은) 낮추었어라

κατενεγκάτων

(그 둘은) 낮추었어라

복수 κατενέγκατε

(너희는) 낮추었어라

κατενεγκάντων

(그들은) 낮추었어라

부정사 κατενέγκαι

낮추었는 것

분사 남성여성중성
κατενεγκᾱς

κατενεγκαντος

κατενεγκᾱσα

κατενεγκᾱσης

κατενεγκαν

κατενεγκαντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατηνε͂γκαμην

(나는) 낮춰졌다

κατήνεγκω

(너는) 낮춰졌다

κατήνεγκατο

(그는) 낮춰졌다

쌍수 κατήνεγκασθον

(너희 둘은) 낮춰졌다

κατηνε͂γκασθην

(그 둘은) 낮춰졌다

복수 κατηνε͂γκαμεθα

(우리는) 낮춰졌다

κατήνεγκασθε

(너희는) 낮춰졌다

κατήνεγκαντο

(그들은) 낮춰졌다

접속법단수 κατενέγκωμαι

(나는) 낮춰졌자

κατενέγκῃ

(너는) 낮춰졌자

κατενέγκηται

(그는) 낮춰졌자

쌍수 κατενέγκησθον

(너희 둘은) 낮춰졌자

κατενέγκησθον

(그 둘은) 낮춰졌자

복수 κατενεγκώμεθα

(우리는) 낮춰졌자

κατενέγκησθε

(너희는) 낮춰졌자

κατενέγκωνται

(그들은) 낮춰졌자

기원법단수 κατενεγκαίμην

(나는) 낮춰졌기를 (바라다)

κατενέγκαιο

(너는) 낮춰졌기를 (바라다)

κατενέγκαιτο

(그는) 낮춰졌기를 (바라다)

쌍수 κατενέγκαισθον

(너희 둘은) 낮춰졌기를 (바라다)

κατενεγκαίσθην

(그 둘은) 낮춰졌기를 (바라다)

복수 κατενεγκαίμεθα

(우리는) 낮춰졌기를 (바라다)

κατενέγκαισθε

(너희는) 낮춰졌기를 (바라다)

κατενέγκαιντο

(그들은) 낮춰졌기를 (바라다)

명령법단수 κατένεγκαι

(너는) 낮춰졌어라

κατενεγκάσθω

(그는) 낮춰졌어라

쌍수 κατενέγκασθον

(너희 둘은) 낮춰졌어라

κατενεγκάσθων

(그 둘은) 낮춰졌어라

복수 κατενέγκασθε

(너희는) 낮춰졌어라

κατενεγκάσθων

(그들은) 낮춰졌어라

부정사 κατενέγκεσθαι

낮춰졌는 것

분사 남성여성중성
κατενεγκαμενος

κατενεγκαμενου

κατενεγκαμενη

κατενεγκαμενης

κατενεγκαμενον

κατενεγκαμενου

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ ἐξήγαγέ με κατὰ τὴν ὁδὸν τῆσ πύλησ τῆσ πρὸσ βορρᾶν καὶ περιήγαγέ με τὴν ὁδὸν ἔξωθεν πρὸσ τὴν πύλην τῆσ αὐλῆσ τῆσ βλεπούσησ κατὰ ἀνατολάσ, καὶ ἰδοὺ τὸ ὕδωρ κατεφέρετο ἀπὸ τοῦ κλίτουσ τοῦ δεξιοῦ. (Septuagint, Prophetia Ezechielis 47:2)

    (70인역 성경, 에제키엘서 47:2)

  • ἐψηφίσαντο τοὺσ ὀφείλοντασ μὲν ἀποδοῦναι τῇ πόλει τὰ δάνεια, τὴν δὲ πόλιν ἐκ τῶν προσόδων τοὺσ τόκουσ τοῖσ δεδανεικόσι καταφέρειν, ἑώσ ἂν καὶ τὸ ἀρχαῖον εὐπορήσωσιν. (Aristotle, Economics, Book 2 46:1)

    (아리스토텔레스, 경제학, Book 2 46:1)

  • δεύτερον δὲ ἐκ τῶν προσόδων ἐκείνοισ τόν τε τόκον κατέφερον <καὶΓτ; (Aristotle, Economics, Book 2 59:4)

    (아리스토텔레스, 경제학, Book 2 59:4)

  • οἰκοδομήσασ γὰρ τὸν ἐπὶ τῇ Φάρῳ πύργον, μέγιστον καὶ κάλλιστον ἔργων ἁπάντων, ὡσ πυρσεύοιτο ἀπ̓ αὐτοῦ τοῖσ ναυτιλλομένοισ ἐπὶ πολὺ τῆσ θαλάττησ καὶ μὴ καταφέροιντο εἰσ τὴν Παραιτονίαν, παγχάλεπον, ὥσ φασιν, οὖσαν καὶ ἄφυκτον, εἴ τισ ἐμπέσοι εἰσ τὰ ἑρ́ματα· (Lucian, Quomodo historia conscribenda sit, chapter 622)

    (루키아노스, Quomodo historia conscribenda sit, chapter 622)

  • καὶ ταύτην, ἐπεὰν συστάδην καταστῇ αὐτοῖσιν ἡ μάχη ‐ τὸ δὲ οὐκ εὐμαρέωσ Ἰνδοῖσιν ἐσ ἀλλήλουσ γίνεται ‐ ἀμφοῖν τοῖν χεροῖν καταφέρουσιν, τοῦ καρτερὴν τὴν πληγὴν γενέσθαι. (Arrian, Indica, chapter 16 9:2)

    (아리아노스, Indica, chapter 16 9:2)

  • <μάλα γὰρ οὖν ἁλομένα ἀνέκαθεν βαρυπεσῆ καταφέρω ποδὸσ ἀκμάν, σφαλερὰ <καὶ> τανυδρόμοισ κῶλα, δύσφορον ἄταν. (Aeschylus, Eumenides, choral, ephymn 31)

    (아이스킬로스, 에우메니데스, choral, ephymn 31)

  • <μάλα γὰρ οὖν ἁλομένα ἀνέκαθεν βαρυπεσῆ καταφέρω ποδὸσ ἀκμάν, σφαλερὰ καὶ τανυδρόμοισ κῶλα, δύσφορον ἄταν. (Aeschylus, Eumenides, choral, ephymn 31)

    (아이스킬로스, 에우메니데스, choral, ephymn 31)

  • οὐ γὰρ ὡσ πολέμιοσ αὐτοῖσ, ἔφη, οὐδ’ ὡσ λῃστὴσ καταφέρω τὴν ψῆφον αὐτῶν, ἀλλ’ ὡσ ἐπιμελητὴσ καὶ κηδεμών, ὥσπερ καὶ ὁ ἰατρὸσ τὸν τεμνόμενον παραμυθεῖται καὶ πείθει παρέχειν ἑαυτόν. (Epictetus, Works, book 0 21:2)

    (에픽테토스, Works, book 0 21:2)

유의어

  1. 낮추다

  2. to drive ships

  3. to pay down

  4. to be weighed down

  5. 되돌아가다

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION