προσαποφέρω?
비축약 동사;
로마알파벳 전사: prosapopherō
고전 발음: [쁘로사뽀페로:]
신약 발음: [쁘로사뽀패로]
기본형:
προσαποφέρω
προσαποίσω
형태분석:
προς
(접두사)
+
ἀπο
(접두사)
+
φέρ
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- to carry off besides, to be returned besides
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- "καὶ οἱ κατὰ τὴν Συρίαν δὲ πάντες, φησί, διὰ τὴν τῆς χώρας εὐβοσίαν ἀπὸ τῆς περὶ τἀναγκαῖα κακοπαθείας συνόδους ἔνεμον πλείους ἵνα εὐωχοῖντο συνεχῶς, τοῖς μὲν γυμνασίοις ὡς βαλανείοις χρώμενοι, ἀλειφόμενοι ἐλαίῳ πολυτελεῖ καὶ μύροις, τοῖς δὲ γραμματείοις - οὕτως γὰρ ἐκάλουν τὰ κοινὰ τῶν συνδείπνων - ὡς οἰκητηρίοις ἐνδιαιτώμενοι, καὶ τὸ πλεῖον μέρος τῆς ἡμέρας γαστριζόμενοι ἐν αὐτοῖς οἴνοις καὶ βρώμασιν, ὥστε καὶ προσαποφέρειν πολλά, καὶ καταυλούμενοι πρὸς χελωνίδος πολυκρότου ψόφους, ὥστε τὰς πόλεις ὅλας τοῖς τοιούτοις κελάδοις συνηχεῖσθαι. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 5, book 5, chapter 46 2:3)
(아테나이오스, The Deipnosophists, Book 5, book 5, chapter 46 2:3)
- "τῶν γοῦν ἐν ταῖς πόλεσιν ἀνθρώπων διὰ τὴν εὐβοσίαν τῆς χώρας ἀπὸ τῆς περὶ τὰ ἀναγκαῖα κακοπαθείας συνόδους νεμόντων πλείονας, ἐν αἷς εὐωχοῦντο συνεχῶς, τοῖς μὲν γυμνασίοις ὡς βαλανείοις χρώμενοι, ἀλειφόμενοι ἐλαίῳ πολυτελεῖ καὶ μύροις, τοῖς δὲ γραμματείοις οὕτως γὰρ ἐκάλουν τὰ κοινὰ τῶν συνδείπνων ὡς οἰκητηρίοις ἐνδιαιτώμενοι,6 καὶ τὸ πλεῖον τῆς ἡμέρας γαστριζόμενοι ἐν αὐτοῖς οἴνοις καὶ βρώμασιν, ὥστε καὶ προσαποφέρειν πολλὰ καὶ καταυλουμένους πρὸς χελωνίδος πολυκρότου ψόφον, ὥστε τὰς πόλεις ὅλας τοιούτοις κελάδοις συνηχεῖσθαι. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 12, book 12, chapter 20 1:118)
(아테나이오스, The Deipnosophists, Book 12, book 12, chapter 20 1:118)
파생어
- ἀναφέρω (말하다, 언급하다, 기르다)
- ἀποφέρω (되돌아가다, 반환하다, 갚다)
- διαφέρω (계속하다, 유지하다, 살다)
- εἰσφέρω (기여하다, 가져오다, 돕다)
- ἐκφέρω (수행하다, 치르다, 생산하다)
- ἐμφέρω (to bear or bring in, an account was given)
- ἐξαναφέρω (낫다)
- ἐπιφέρω (수여하다, 두다, 놓다)
- καταφέρω (낮추다, 넘치다, 넘쳐 흐르다)
- μεταφέρω (옮기다, 넘겨주다, 바꾸다)
- παραφέρω (전시하다, 보여주다, 올라오다)
- περιφέρω (원을 그리며 돌다, 회전하다, 알리다)
- προεισφέρω (둘러보다, 살펴보다, 무서워하다)
- προσεπιφέρω (to bear or produce besides)
- προσφέρω (나르다, 낳다, 제공하다)
- προφέρω (제공하다, 바치다, 출석하다)
- συμφέρω (모으다, 수집하다, 거두다)
- συνδιαφέρω (to bear along with one, to bear to the end along with, help in maintaining)
- συνεκφέρω (to carry out together, to burial, to attend a funeral)
- συνεπιφέρω (to join in applying)
- ὑπερφέρω (우수하다, 넘어서다, 초과하다)
- ὑποφέρω (견디다, 지지하다, 참다)
- φέρω (나르다, 낳다, 가져오다)