παραπλέω?
ε 축약 동사;
로마알파벳 전사: parapleō
고전 발음: [빠라쁠레오:]
신약 발음: [빠라쁠래오]
기본형:
παραπλέω
παραπλοῦμαι
형태분석:
παρα
(접두사)
+
πλέϝ
(어간)
+
ω
(인칭어미)
어원: epic aor2 παρέπλων as if from a Verb in μι
뜻
- to sail by or past, sailed past or through, sailing past
- to sail along the coast, coasting
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- ὅπερ, οἶμαι, καὶ Ὅμηρος ἐν τῷ περὶ Σειρήνων μύθῳ ᾐνίξατο παραπλεῖν κελεύσας τὰς ὀλεθρίους ταύτας τῶν ἀκουσμάτων ἡδονὰς καὶ ἀποφράττειν τὰ ὦτα καὶ μὴ ἀνέδην αὐτὰ ἀναπεταννύειν τοῖς πάθει προειλημμένοις, ἀλλ ἐπιστήσαντα ἀκριβῆ θυρωρὸν τὸν λογισμὸν ἅπασι τοῖς λεγομένοις τὰ μὲν ἄξια προσίεσθαι καὶ παραβάλλεσθαι, τὰ φαῦλα δ ἀποκλείειν καὶ ἀπωθεῖν: (Lucian, Calumniae non temere credundum, (no name) 30:2)
(루키아노스, Calumniae non temere credundum, (no name) 30:2)
- φέρε δὴ πάλιν ἀπόκριναί μοι, πότερόν σοι δοκεῖ διαφέρειν, καὶ προκειμένων ἀμφοῖν πότερον ἂν αὐτὸς ἕλοιο, ἆρά γε τὸ πλεῖν ἢ τὸ παραπλεῖν· (Lucian, De parasito sive artem esse parasiticam, (no name) 61:1)
(루키아노스, De parasito sive artem esse parasiticam, (no name) 61:1)
- τὸ παραπλεῖν ἔγωγε. (Lucian, De parasito sive artem esse parasiticam, (no name) 61:2)
(루키아노스, De parasito sive artem esse parasiticam, (no name) 61:2)
- οὐ γὰρ μικρὸν ἀντισχεῖν τοσαύταις μὲν ἐπιθυμίαις, τοσούτοις δὲ θεάμασι τε καὶ ἀκούσμασι πάντοθεν ἕλκουσι καὶ ἀντιλαμβανομένοις, ἀλλὰ ἀτεχνῶς δεῖ τὸν Ὀδυσσέα μιμησάμενον παραπλεῖν αὐτὰ μὴ δεδεμένον τὼ χεῖρε - δειλὸν γάρ - μηδὲ τὰ ὦτα κηρῷ φραξάμενον, ἀλλ ἀκούοντα καὶ λελυμένον καὶ ἀληθῶς ὑπερήφανον. (Lucian, Nigrinus, Nigrinou Fiaosofia 19:2)
(루키아노스, Nigrinus, Nigrinou Fiaosofia 19:2)
- "κἀκεῖνον ἐπιτείνοντα τὴν φωνὴν εἰπεῖν ὁπόταν γένῃ κατὰ τὸ Παλῶδες, ἀπάγγειλον ὅτι Πὰν ὁ μέγας τέθνηκε τοῦτ ἀκούσαντας, ὁ Ἐπιθέρσης ἔφη, πάντας ἐκπλαγῆναι καὶ διδόντας ἑαυτοῖς λόγον εἴτε ποιῆσαι βέλτιον εἰή τὸ προστεταγμένον εἴτε μὴ πολυπραγμονεῖν ἀλλ ἐᾶν, οὕτω γνῶναι τὸν Θαμοῦν, εἰ μὲν εἰή πνεῦμα, παραπλεῖν ἡσυχίαν ἔχοντα, νηνεμίας δὲ καὶ γαλήνης περὶ τὸν τόπον γενομένης, ἀνειπεῖν ὃ ἤκουσεν. (Plutarch, De defectu oraculorum, section 17 1:11)
(플루타르코스, De defectu oraculorum, section 17 1:11)
유의어
-
to sail by or past
-
to sail along the coast
파생어
- ἀναπλέω (to sail up, to go up stream, to put out to sea)
- ἀντεκπλέω (to sail out against)
- ἀντιπαραπλέω (to sail along on the other side)
- ἀντιπεριπλέω (to sail round on the other side)
- ἀντιπλέω (to sail against)
- ἀποπλέω (to sail away, sail off)
- διαπλέω (만들다, 하다, 제작하다)
- διεκπλέω (to sail out through, to sail out, to break the enemy's line by sailing through it)
- εἰσπλέω (들어가다, 입장하다, 부재인 사람을 임명하다)
- ἐκπεριπλέω (to sail out round)
- ἐκπλέω (나가다, 사귀다)
- ἐμπλέω (to sail in, the crews)
- ἐπαναπλέω (둘러보다, 살펴보다, 무서워하다)
- ἐπεισπλέω (공격하다, 습격하다, 기습하다)
- ἐπιπλέω (to sail upon or over, to sail against, to attack by sea)
- καταπλέω (끼다, 집어넣다, 담기다)
- περιπλέω (to sail or swim round, of many voyages)
- πλέω (항해하다, 달리다, 뜨다)
- προσπλέω (안에 넣다, 나타나다, 맞서서 빛나다)