헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συνδιαπλέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συνδιαπλέω

형태분석: συν (접두사) + δια (접두사) + πλέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to sail through together

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνδιαπλῶ

συνδιαπλεῖς

συνδιαπλεῖ

쌍수 συνδιαπλεῖτον

συνδιαπλεῖτον

복수 συνδιαπλοῦμεν

συνδιαπλεῖτε

συνδιαπλοῦσιν*

접속법단수 συνδιαπλῶ

συνδιαπλῇς

συνδιαπλῇ

쌍수 συνδιαπλῆτον

συνδιαπλῆτον

복수 συνδιαπλῶμεν

συνδιαπλῆτε

συνδιαπλῶσιν*

기원법단수 συνδιαπλοῖμι

συνδιαπλοῖς

συνδιαπλοῖ

쌍수 συνδιαπλοῖτον

συνδιαπλοίτην

복수 συνδιαπλοῖμεν

συνδιαπλοῖτε

συνδιαπλοῖεν

명령법단수 συνδιαπλεῖ

συνδιαπλείτω

쌍수 συνδιαπλεῖτον

συνδιαπλείτων

복수 συνδιαπλεῖτε

συνδιαπλούντων, συνδιαπλείτωσαν

부정사 συνδιαπλεῖν

분사 남성여성중성
συνδιαπλων

συνδιαπλουντος

συνδιαπλουσα

συνδιαπλουσης

συνδιαπλουν

συνδιαπλουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνδιαπλοῦμαι

συνδιαπλεῖ, συνδιαπλῇ

συνδιαπλεῖται

쌍수 συνδιαπλεῖσθον

συνδιαπλεῖσθον

복수 συνδιαπλούμεθα

συνδιαπλεῖσθε

συνδιαπλοῦνται

접속법단수 συνδιαπλῶμαι

συνδιαπλῇ

συνδιαπλῆται

쌍수 συνδιαπλῆσθον

συνδιαπλῆσθον

복수 συνδιαπλώμεθα

συνδιαπλῆσθε

συνδιαπλῶνται

기원법단수 συνδιαπλοίμην

συνδιαπλοῖο

συνδιαπλοῖτο

쌍수 συνδιαπλοῖσθον

συνδιαπλοίσθην

복수 συνδιαπλοίμεθα

συνδιαπλοῖσθε

συνδιαπλοῖντο

명령법단수 συνδιαπλοῦ

συνδιαπλείσθω

쌍수 συνδιαπλεῖσθον

συνδιαπλείσθων

복수 συνδιαπλεῖσθε

συνδιαπλείσθων, συνδιαπλείσθωσαν

부정사 συνδιαπλεῖσθαι

분사 남성여성중성
συνδιαπλουμενος

συνδιαπλουμενου

συνδιαπλουμενη

συνδιαπλουμενης

συνδιαπλουμενον

συνδιαπλουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνδιαπλεύσω

συνδιαπλεύσεις

συνδιαπλεύσει

쌍수 συνδιαπλεύσετον

συνδιαπλεύσετον

복수 συνδιαπλεύσομεν

συνδιαπλεύσετε

συνδιαπλεύσουσιν*

기원법단수 συνδιαπλεύσοιμι

συνδιαπλεύσοις

συνδιαπλεύσοι

쌍수 συνδιαπλεύσοιτον

συνδιαπλευσοίτην

복수 συνδιαπλεύσοιμεν

συνδιαπλεύσοιτε

συνδιαπλεύσοιεν

부정사 συνδιαπλεύσειν

분사 남성여성중성
συνδιαπλευσων

συνδιαπλευσοντος

συνδιαπλευσουσα

συνδιαπλευσουσης

συνδιαπλευσον

συνδιαπλευσοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνδιαπλεύσομαι

συνδιαπλεύσει, συνδιαπλεύσῃ

συνδιαπλεύσεται

쌍수 συνδιαπλεύσεσθον

συνδιαπλεύσεσθον

복수 συνδιαπλευσόμεθα

συνδιαπλεύσεσθε

συνδιαπλεύσονται

기원법단수 συνδιαπλευσοίμην

συνδιαπλεύσοιο

συνδιαπλεύσοιτο

쌍수 συνδιαπλεύσοισθον

συνδιαπλευσοίσθην

복수 συνδιαπλευσοίμεθα

συνδιαπλεύσοισθε

συνδιαπλεύσοιντο

부정사 συνδιαπλεύσεσθαι

분사 남성여성중성
συνδιαπλευσομενος

συνδιαπλευσομενου

συνδιαπλευσομενη

συνδιαπλευσομενης

συνδιαπλευσομενον

συνδιαπλευσομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to sail through together

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION