παραπλέω?
ε 축약 동사;
로마알파벳 전사: parapleō
고전 발음: [빠라쁠레오:]
신약 발음: [빠라쁠래오]
기본형:
παραπλέω
παραπλοῦμαι
형태분석:
παρα
(접두사)
+
πλέϝ
(어간)
+
ω
(인칭어미)
어원: epic aor2 παρέπλων as if from a Verb in μι
뜻
- to sail by or past, sailed past or through, sailing past
- to sail along the coast, coasting
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- τεκμαιρόμενος δὲ Πομπήϊον Μᾶγνον εἰς Αἴγυπτον ἢ Λιβύην διεκπεσεῖσθαι καὶ σπεύδων πρὸς ἐκεῖνον ἀνήχθη μὲν ἔχων ἅπαντας, ἔπλει δὲ πρῶτον ἀπιέναι διδοὺς καὶ ὑπολείπεσθαι τοὺς οὐ προθύμως συστρατευομένους, ἁψάμενος δὲ Λιβύης καὶ παραπλέων ἐντυγχάνει Σέξτῳ τῷ νεωτέρῳ τῶν Πομπηϊού παίδων ἀγγέλλοντι τὴν ἐπ Αἰγύπτου τοῦ πατρὸς τελευτήν. (Plutarch, Cato the Younger, chapter 56 1:1)
(플루타르코스, Cato the Younger, chapter 56 1:1)
- καὶ τὸ μὲν πέλαγος ἀσφαλῶς διεπεραιώθη μεγάλῳ στόλῳ, παρὰ δὲ τὴν Ἀττικὴν παραπλέων ἐχειμάσθη καὶ τὰς πλείστας ἀπέβαλε τῶν νεῶν, καὶ συνδιεφθάρη πλῆθος ἀνθρώπων οὐκ ὀλίγον. (Plutarch, Demetrius, chapter 33 1:2)
(플루타르코스, Demetrius, chapter 33 1:2)
- παραπλέων δὲ τὴν χώραν ὁ Θεμιστοκλῆς, ᾗπερ κατάρσεις ἀναγκαίας καὶ καταφυγὰς ἑώρα τοῖς πολεμίοις, ἐνεχάραττε κατὰ τῶν λίθων ἐπιφανῆ γράμματα, τοὺς μὲν εὑρίσκων ἀπὸ τύχης, τοὺς δ αὐτὸς ἱστὰς περὶ τὰ ναύλοχα καὶ τὰς ὑδρείας, ἐπισκήπτων Ιὤσι διὰ τῶν γραμμάτων, εἰ μὲν οἱό῀ν τε, μετατάξασθαι πρὸς αὐτοὺς πατέρας ὄντας καὶ προκινδυνεύοντας ὑπὲρ τῆς ἐκείνων ἐλευθερίας, εἰ δὲ μή, κακοῦν τὸ βαρβαρικὸν ἐν ταῖς μάχαις καὶ συνταράττειν. (Plutarch, , chapter 9 1:2)
(플루타르코스, , chapter 9 1:2)
- ἄπρακτος δὲ ὑποστρέψας, ὡς πάντων χαριζομένων τῷ βασιλεῖ Ἀγαμέμνονι, μεθ οὗ τὸν Παλαμήδην ἀνεῖλεν Ὀδυσσεύς, παραπλέων τὰς χώρας τὰς Ἑλληνίδας παρεσκεύασε τὰς τῶν Ἑλλήνων γυναῖκας μοιχευθῆναι, Κλυταιμνήστραν Αἰγίσθῳ, Αἰγιάλειαν τῷ Σθενέλου Κομήτῃ, τὴν Ἰδομενέως Μήδαν ὑπὸ Λεύκου: (Apollodorus, Library and Epitome, book E, chapter 6 16:1)
(아폴로도로스, Library and Epitome, book E, chapter 6 16:1)
- ταύτας παραπλέων Ὀδυσσεύς, τῆς ᾠδῆς βουλόμενος ὑπακοῦσαι, Κίρκης ὑποθεμένης τῶν μὲν ἑταίρων τὰ ὦτα ἔβυσε κηρῷ, ἑαυτὸν δὲ ἐκέλευσε προσδεθῆναι τῷ ἱστῷ. (Apollodorus, Library and Epitome, book E, chapter 7 19:2)
(아폴로도로스, Library and Epitome, book E, chapter 7 19:2)
유의어
-
to sail by or past
-
to sail along the coast
파생어
- ἀναπλέω (to sail up, to go up stream, to put out to sea)
- ἀντεκπλέω (to sail out against)
- ἀντιπαραπλέω (to sail along on the other side)
- ἀντιπεριπλέω (to sail round on the other side)
- ἀντιπλέω (to sail against)
- ἀποπλέω (to sail away, sail off)
- διαπλέω (만들다, 하다, 제작하다)
- διεκπλέω (to sail out through, to sail out, to break the enemy's line by sailing through it)
- εἰσπλέω (들어가다, 입장하다, 부재인 사람을 임명하다)
- ἐκπεριπλέω (to sail out round)
- ἐκπλέω (나가다, 사귀다)
- ἐμπλέω (to sail in, the crews)
- ἐπαναπλέω (둘러보다, 살펴보다, 무서워하다)
- ἐπεισπλέω (공격하다, 습격하다, 기습하다)
- ἐπιπλέω (to sail upon or over, to sail against, to attack by sea)
- καταπλέω (끼다, 집어넣다, 담기다)
- περιπλέω (to sail or swim round, of many voyages)
- πλέω (항해하다, 달리다, 뜨다)
- προσπλέω (안에 넣다, 나타나다, 맞서서 빛나다)