헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

προεμβαίνω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: προεμβαίνω προεμβήσομαι προενέβην

형태분석: προ (접두사) + ἐμ (접두사) + βαίν (어간) + ω (인칭어미)

  1. to embark first or before

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προεμβαίνω

προεμβαίνεις

προεμβαίνει

쌍수 προεμβαίνετον

προεμβαίνετον

복수 προεμβαίνομεν

προεμβαίνετε

προεμβαίνουσιν*

접속법단수 προεμβαίνω

προεμβαίνῃς

προεμβαίνῃ

쌍수 προεμβαίνητον

προεμβαίνητον

복수 προεμβαίνωμεν

προεμβαίνητε

προεμβαίνωσιν*

기원법단수 προεμβαίνοιμι

προεμβαίνοις

προεμβαίνοι

쌍수 προεμβαίνοιτον

προεμβαινοίτην

복수 προεμβαίνοιμεν

προεμβαίνοιτε

προεμβαίνοιεν

명령법단수 προεμβαίνε

προεμβαινέτω

쌍수 προεμβαίνετον

προεμβαινέτων

복수 προεμβαίνετε

προεμβαινόντων, προεμβαινέτωσαν

부정사 προεμβαίνειν

분사 남성여성중성
προεμβαινων

προεμβαινοντος

προεμβαινουσα

προεμβαινουσης

προεμβαινον

προεμβαινοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προεμβαίνομαι

προεμβαίνει, προεμβαίνῃ

προεμβαίνεται

쌍수 προεμβαίνεσθον

προεμβαίνεσθον

복수 προεμβαινόμεθα

προεμβαίνεσθε

προεμβαίνονται

접속법단수 προεμβαίνωμαι

προεμβαίνῃ

προεμβαίνηται

쌍수 προεμβαίνησθον

προεμβαίνησθον

복수 προεμβαινώμεθα

προεμβαίνησθε

προεμβαίνωνται

기원법단수 προεμβαινοίμην

προεμβαίνοιο

προεμβαίνοιτο

쌍수 προεμβαίνοισθον

προεμβαινοίσθην

복수 προεμβαινοίμεθα

προεμβαίνοισθε

προεμβαίνοιντο

명령법단수 προεμβαίνου

προεμβαινέσθω

쌍수 προεμβαίνεσθον

προεμβαινέσθων

복수 προεμβαίνεσθε

προεμβαινέσθων, προεμβαινέσθωσαν

부정사 προεμβαίνεσθαι

분사 남성여성중성
προεμβαινομενος

προεμβαινομενου

προεμβαινομενη

προεμβαινομενης

προεμβαινομενον

προεμβαινομενου

미래 시제

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to embark first or before

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION