헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

παρεκβαίνω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: παρεκβαίνω παρεκβήσομαι παρεξέβην

형태분석: παρ (접두사) + ἐκ (접두사) + βαίν (어간) + ω (인칭어미)

  1. 방황하다, 길을 잃다
  2. 위반하다, 초과하다, 어기다
  3. 방황하다, 탈선하다, 벗어나다
  1. to step out aside from, deviate from
  2. to overstep, transgress
  3. to deviate, to make a digression

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρεκβαίνω

(나는) 방황한다

παρεκβαίνεις

(너는) 방황한다

παρεκβαίνει

(그는) 방황한다

쌍수 παρεκβαίνετον

(너희 둘은) 방황한다

παρεκβαίνετον

(그 둘은) 방황한다

복수 παρεκβαίνομεν

(우리는) 방황한다

παρεκβαίνετε

(너희는) 방황한다

παρεκβαίνουσιν*

(그들은) 방황한다

접속법단수 παρεκβαίνω

(나는) 방황하자

παρεκβαίνῃς

(너는) 방황하자

παρεκβαίνῃ

(그는) 방황하자

쌍수 παρεκβαίνητον

(너희 둘은) 방황하자

παρεκβαίνητον

(그 둘은) 방황하자

복수 παρεκβαίνωμεν

(우리는) 방황하자

παρεκβαίνητε

(너희는) 방황하자

παρεκβαίνωσιν*

(그들은) 방황하자

기원법단수 παρεκβαίνοιμι

(나는) 방황하기를 (바라다)

παρεκβαίνοις

(너는) 방황하기를 (바라다)

παρεκβαίνοι

(그는) 방황하기를 (바라다)

쌍수 παρεκβαίνοιτον

(너희 둘은) 방황하기를 (바라다)

παρεκβαινοίτην

(그 둘은) 방황하기를 (바라다)

복수 παρεκβαίνοιμεν

(우리는) 방황하기를 (바라다)

παρεκβαίνοιτε

(너희는) 방황하기를 (바라다)

παρεκβαίνοιεν

(그들은) 방황하기를 (바라다)

명령법단수 παρεκβαίνε

(너는) 방황해라

παρεκβαινέτω

(그는) 방황해라

쌍수 παρεκβαίνετον

(너희 둘은) 방황해라

παρεκβαινέτων

(그 둘은) 방황해라

복수 παρεκβαίνετε

(너희는) 방황해라

παρεκβαινόντων, παρεκβαινέτωσαν

(그들은) 방황해라

부정사 παρεκβαίνειν

방황하는 것

분사 남성여성중성
παρεκβαινων

παρεκβαινοντος

παρεκβαινουσα

παρεκβαινουσης

παρεκβαινον

παρεκβαινοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρεκβαίνομαι

(나는) 방황된다

παρεκβαίνει, παρεκβαίνῃ

(너는) 방황된다

παρεκβαίνεται

(그는) 방황된다

쌍수 παρεκβαίνεσθον

(너희 둘은) 방황된다

παρεκβαίνεσθον

(그 둘은) 방황된다

복수 παρεκβαινόμεθα

(우리는) 방황된다

παρεκβαίνεσθε

(너희는) 방황된다

παρεκβαίνονται

(그들은) 방황된다

접속법단수 παρεκβαίνωμαι

(나는) 방황되자

παρεκβαίνῃ

(너는) 방황되자

παρεκβαίνηται

(그는) 방황되자

쌍수 παρεκβαίνησθον

(너희 둘은) 방황되자

παρεκβαίνησθον

(그 둘은) 방황되자

복수 παρεκβαινώμεθα

(우리는) 방황되자

παρεκβαίνησθε

(너희는) 방황되자

παρεκβαίνωνται

(그들은) 방황되자

기원법단수 παρεκβαινοίμην

(나는) 방황되기를 (바라다)

παρεκβαίνοιο

(너는) 방황되기를 (바라다)

παρεκβαίνοιτο

(그는) 방황되기를 (바라다)

쌍수 παρεκβαίνοισθον

(너희 둘은) 방황되기를 (바라다)

παρεκβαινοίσθην

(그 둘은) 방황되기를 (바라다)

복수 παρεκβαινοίμεθα

(우리는) 방황되기를 (바라다)

παρεκβαίνοισθε

(너희는) 방황되기를 (바라다)

παρεκβαίνοιντο

(그들은) 방황되기를 (바라다)

명령법단수 παρεκβαίνου

(너는) 방황되어라

παρεκβαινέσθω

(그는) 방황되어라

쌍수 παρεκβαίνεσθον

(너희 둘은) 방황되어라

παρεκβαινέσθων

(그 둘은) 방황되어라

복수 παρεκβαίνεσθε

(너희는) 방황되어라

παρεκβαινέσθων, παρεκβαινέσθωσαν

(그들은) 방황되어라

부정사 παρεκβαίνεσθαι

방황되는 것

분사 남성여성중성
παρεκβαινομενος

παρεκβαινομενου

παρεκβαινομενη

παρεκβαινομενης

παρεκβαινομενον

παρεκβαινομενου

미래 시제

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρεκβήσομαι

(나는) 방황하겠다

παρεκβήσει, παρεκβήσῃ

(너는) 방황하겠다

παρεκβήσεται

(그는) 방황하겠다

쌍수 παρεκβήσεσθον

(너희 둘은) 방황하겠다

παρεκβήσεσθον

(그 둘은) 방황하겠다

복수 παρεκβησόμεθα

(우리는) 방황하겠다

παρεκβήσεσθε

(너희는) 방황하겠다

παρεκβήσονται

(그들은) 방황하겠다

기원법단수 παρεκβησοίμην

(나는) 방황하겠기를 (바라다)

παρεκβήσοιο

(너는) 방황하겠기를 (바라다)

παρεκβήσοιτο

(그는) 방황하겠기를 (바라다)

쌍수 παρεκβήσοισθον

(너희 둘은) 방황하겠기를 (바라다)

παρεκβησοίσθην

(그 둘은) 방황하겠기를 (바라다)

복수 παρεκβησοίμεθα

(우리는) 방황하겠기를 (바라다)

παρεκβήσοισθε

(너희는) 방황하겠기를 (바라다)

παρεκβήσοιντο

(그들은) 방황하겠기를 (바라다)

부정사 παρεκβήσεσθαι

방황할 것

분사 남성여성중성
παρεκβησομενος

παρεκβησομενου

παρεκβησομενη

παρεκβησομενης

παρεκβησομενον

παρεκβησομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρεξέβαινον

(나는) 방황하고 있었다

παρεξέβαινες

(너는) 방황하고 있었다

παρεξέβαινεν*

(그는) 방황하고 있었다

쌍수 παρεξεβαίνετον

(너희 둘은) 방황하고 있었다

παρεξεβαινέτην

(그 둘은) 방황하고 있었다

복수 παρεξεβαίνομεν

(우리는) 방황하고 있었다

παρεξεβαίνετε

(너희는) 방황하고 있었다

παρεξέβαινον

(그들은) 방황하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρεξεβαινόμην

(나는) 방황되고 있었다

παρεξεβαίνου

(너는) 방황되고 있었다

παρεξεβαίνετο

(그는) 방황되고 있었다

쌍수 παρεξεβαίνεσθον

(너희 둘은) 방황되고 있었다

παρεξεβαινέσθην

(그 둘은) 방황되고 있었다

복수 παρεξεβαινόμεθα

(우리는) 방황되고 있었다

παρεξεβαίνεσθε

(너희는) 방황되고 있었다

παρεξεβαίνοντο

(그들은) 방황되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ εἴ γε βουληθεὶσ ἐγκώμιον αὐτοῦ γράφειν ψόγουσ τινὰσ συγκαταπλέκω τοῖσ ἐπαίνοισ, ἀδικεῖν φημι καὶ παρεκβαίνειν τοὺσ καθεστῶτασ ἡμῖν ἐπὶ τοῖσ ἐπαίνοισ νόμουσ· (Dionysius of Halicarnassus, Epistula ad Pompeium Geminum, chapter 1 4:3)

    (디오니시오스, Epistula ad Pompeium Geminum, chapter 1 4:3)

  • πολὺ δὲ μᾶλλον ἐν τούτοισ νομίζοντεσ ἡ ταῖσ ὑπαίθροισ καὶ πολιτικαῖσ πράξεσι τρόπον ἀνδρὸσ ἐνορᾶσθαι, φύλακα καὶ σωφρονιστὴν καὶ κολαστὴν τοῦ μηδένα καθ’ ἡδονὰσ ἐκτρέπεσθαι καὶ παρεκβαίνειν τὸν ἐπιχώριον καὶ συνήθη βίον ᾑροῦντο τῶν καλουμένων πατρικίων ἕνα καὶ τῶν δημοτικῶν ἕνα. (Plutarch, Marcus Cato, chapter 16 2:1)

    (플루타르코스, Marcus Cato, chapter 16 2:1)

  • κωλύων παρεκβαίνειν τὰ νενομισμένα, καὶ διδάσκων ὅτου τισ δέοιτο πρὸσ θεῶν τιμὴν ἢ παραίτησιν. (Plutarch, Numa, chapter 9 4:3)

    (플루타르코스, Numa, chapter 9 4:3)

  • Μινουκίου δὲ δικτάτοροσ ἵππαρχον ἀποδείξαντοσ Γάϊον Φλαμίνιον, ἐπεὶ τρισμὸσ ἠκούσθη μυὸσ ὃν σόρικα καλοῦσιν, ἀποψηφισάμενοι τούτουσ αὖθισ ἑτέρουσ κατέστησαν, καὶ τὴν ἐν οὕτω μικροῖσ ἀκρίβειαν φυλάττοντεσ οὐδεμιᾷ προσεμίγνυσαν δεισιδαιμονίᾳ, τῷ μηδὲν ἀλλάττειν μηδὲ παρεκβαίνειν τῶν πατρίων. (Plutarch, Marcellus, chapter 5 4:1)

    (플루타르코스, Marcellus, chapter 5 4:1)

  • ἐπὶ μικρὸν γὰρ παρεκβαίνει τὸ τῆσ πολιτείασ εἶδοσ. (Aristotle, Nicomachean Ethics, Book 8 105:1)

    (아리스토텔레스, 니코마코스 윤리학, Book 8 105:1)

유의어

  1. 방황하다

  2. 위반하다

  3. 방황하다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION