헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

παρίημι

-μι 무어간모음 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: παρίημι παρήσω παρῆκα παρεῖμαι

형태분석: παρ (접두사) + ί̔̄́ε̄ (어간) + μι (인칭어미)

  1. 뛰어내리다, 말하다, 언급하다
  2. 흐르다, ~보다 낫다, 등한시하다, 지나치다
  3. 무시하다, 제쳐놓다, 생략하다, 얕보다
  4. 생략하다, 무시하다
  5. 늦추다, 휴식하다, 누그러뜨리다, 완화하다, 풀다, 줄이다, 돌려보내다
  6. 용서하다, 면제하다, 정당화하다, 탕감하다
  7. 떠나다, 포기하다, 출발하다, 양보하다, 생산하다
  8. 허용하다, 허락하다, 수여하다
  9. 넣다, 들이다, 시인하다, 수용하다, 자백하다, 관련되다, 인정하다
  10. 얻다, 획득하다, 손에 넣다, 받다
  11. 묻다, 청하다, 물어보다, 질문하다, 애원하다, 요구하다
  1. to let drop beside or at the side, let fall, hung down
  2. to pass by, pass over, leave out
  3. to pass unnoticed, disregard, let alone
  4. to omit
  5. to let pass
  6. to relax, slacken, remit, to be relaxed, weakened, exhausted
  7. to slack away, letting go one's hold of
  8. to remit, to forgive, pardon
  9. to yield, give up, to leave, left it
  10. to permit, allow
  11. to allow to pass, let pass, let in, admit, have admitted, their
  12. to obtain leave from, obtain, consent
  13. to beg to be let off, I ask, quarter, to beg a favour, we ask pard

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρῑ́ημι

(나는) 뛰어내린다

παρῑ́ης

(너는) 뛰어내린다

παρῑ́ησιν*

(그는) 뛰어내린다

쌍수 παρῑ́ετον

(너희 둘은) 뛰어내린다

παρῑ́ετον

(그 둘은) 뛰어내린다

복수 παρῑ́εμεν

(우리는) 뛰어내린다

παρῑ́ετε

(너희는) 뛰어내린다

παρῑέᾱσιν*

(그들은) 뛰어내린다

접속법단수 παρῑῶ

(나는) 뛰어내리자

παρῑῇς

(너는) 뛰어내리자

παρῑῇ

(그는) 뛰어내리자

쌍수 παρῑῆτον

(너희 둘은) 뛰어내리자

παρῑῆτον

(그 둘은) 뛰어내리자

복수 παρῑῶμεν

(우리는) 뛰어내리자

παρῑῆτε

(너희는) 뛰어내리자

παρῑῶσιν*

(그들은) 뛰어내리자

기원법단수 παρῑείην

(나는) 뛰어내리기를 (바라다)

παρῑείης

(너는) 뛰어내리기를 (바라다)

παρῑείη

(그는) 뛰어내리기를 (바라다)

쌍수 παρῑείητον

(너희 둘은) 뛰어내리기를 (바라다)

παρῑειήτην

(그 둘은) 뛰어내리기를 (바라다)

복수 παρῑείημεν

(우리는) 뛰어내리기를 (바라다)

παρῑείητε

(너희는) 뛰어내리기를 (바라다)

παρῑείησαν

(그들은) 뛰어내리기를 (바라다)

명령법단수 παρῑ́ει

(너는) 뛰어내려라

παρῑέτω

(그는) 뛰어내려라

쌍수 παρῑ́ετον

(너희 둘은) 뛰어내려라

παρῑέτων

(그 둘은) 뛰어내려라

복수 παρῑ́ετε

(너희는) 뛰어내려라

παρῑέντων

(그들은) 뛰어내려라

부정사 παρῑέναι

뛰어내리는 것

분사 남성여성중성
παρῑεις

παρῑεντος

παρῑεισα

παρῑεισης

παρῑεν

παρῑεντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρῑ́εμαι

παρῑ́εσαι

παρῑ́εται

쌍수 παρῑ́εσθον

παρῑ́εσθον

복수 παρῑέμεθα

παρῑ́εσθε

παρῑ́ενται

접속법단수 παρῑῶμαι

παρῑῇ

παρῑῆται

쌍수 παρῑῆσθον

παρῑῆσθον

복수 παρῑώμεθα

παρῑῆσθε

παρῑῶνται

기원법단수 παρῑείμην

παρῑεῖο

παρῑεῖτο

쌍수 παρῑεῖσθον

παρῑείσθην

복수 παρῑείμεθα

παρῑεῖσθε

παρῑεῖντο

명령법단수 παρῑ́εσο

παρῑέσθω

쌍수 παρῑ́εσθον

παρῑέσθων

복수 παρῑ́εσθε

παρῑέσθων

부정사 παρῑ́εσθαι

분사 남성여성중성
παρῑεμενος

παρῑεμενου

παρῑεμενη

παρῑεμενης

παρῑεμενον

παρῑεμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρήσω

(나는) 뛰어내리겠다

παρήσεις

(너는) 뛰어내리겠다

παρήσει

(그는) 뛰어내리겠다

쌍수 παρήσετον

(너희 둘은) 뛰어내리겠다

παρήσετον

(그 둘은) 뛰어내리겠다

복수 παρήσομεν

(우리는) 뛰어내리겠다

παρήσετε

(너희는) 뛰어내리겠다

παρήσουσιν*

(그들은) 뛰어내리겠다

기원법단수 παρησίημι

(나는) 뛰어내리겠기를 (바라다)

παρησίης

(너는) 뛰어내리겠기를 (바라다)

παρησίη

(그는) 뛰어내리겠기를 (바라다)

쌍수 παρησίητον

(너희 둘은) 뛰어내리겠기를 (바라다)

παρησιήτην

(그 둘은) 뛰어내리겠기를 (바라다)

복수 παρησίημεν

(우리는) 뛰어내리겠기를 (바라다)

παρησίητε

(너희는) 뛰어내리겠기를 (바라다)

παρησίησαν

(그들은) 뛰어내리겠기를 (바라다)

부정사 παρήσειν

뛰어내릴 것

분사 남성여성중성
παρησων

παρησοντος

παρησουσα

παρησουσης

παρησον

παρησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρήσομαι

παρήσει, παρήσῃ

παρήσεται

쌍수 παρήσεσθον

παρήσεσθον

복수 παρησόμεθα

παρήσεσθε

παρήσονται

기원법단수 παρησοίμην

παρήσοιο

παρήσοιτο

쌍수 παρήσοισθον

παρησοίσθην

복수 παρησοίμεθα

παρήσοισθε

παρήσοιντο

부정사 παρήσεσθαι

분사 남성여성중성
παρησομενος

παρησομενου

παρησομενη

παρησομενης

παρησομενον

παρησομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρῑ͂ην

(나는) 뛰어내리고 있었다

παρῑ͂ης

(너는) 뛰어내리고 있었다

παρῑ͂ην*

(그는) 뛰어내리고 있었다

쌍수 παρῑ͂ετον

(너희 둘은) 뛰어내리고 있었다

παρῑ̄́ετην

(그 둘은) 뛰어내리고 있었다

복수 παρῑ͂εμεν

(우리는) 뛰어내리고 있었다

παρῑ͂ετε

(너희는) 뛰어내리고 있었다

παρῑ͂εσαν

(그들은) 뛰어내리고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρῑ̄́εμην

παρῑ̄́ου, παρῑ͂εσο

παρῑ͂ετο

쌍수 παρῑ͂εσθον

παρῑ̄́εσθην

복수 παρῑ̄́εμεθα

παρῑ͂εσθε

παρῑ͂εντο

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 πάρηκα

(나는) 뛰어내렸다

πάρηκας

(너는) 뛰어내렸다

πάρηκεν*

(그는) 뛰어내렸다

쌍수 παρῆκατον

(너희 둘은) 뛰어내렸다

παρήκατην

(그 둘은) 뛰어내렸다

복수 παρῆκαμεν

(우리는) 뛰어내렸다

παρῆκατε

(너희는) 뛰어내렸다

πάρηκαν

(그들은) 뛰어내렸다

접속법단수 παρέκω

(나는) 뛰어내렸자

παρέκῃς

(너는) 뛰어내렸자

παρέκῃ

(그는) 뛰어내렸자

쌍수 παρέκητον

(너희 둘은) 뛰어내렸자

παρέκητον

(그 둘은) 뛰어내렸자

복수 παρέκωμεν

(우리는) 뛰어내렸자

παρέκητε

(너희는) 뛰어내렸자

παρέκωσιν*

(그들은) 뛰어내렸자

기원법단수 παρεκίην

(나는) 뛰어내렸기를 (바라다)

παρεκίης

(너는) 뛰어내렸기를 (바라다)

παρεκίη

(그는) 뛰어내렸기를 (바라다)

쌍수 παρεκίητον

(너희 둘은) 뛰어내렸기를 (바라다)

παρεκιήτην

(그 둘은) 뛰어내렸기를 (바라다)

복수 παρεκίημεν

(우리는) 뛰어내렸기를 (바라다)

παρεκίητε

(너희는) 뛰어내렸기를 (바라다)

παρεκίησαν

(그들은) 뛰어내렸기를 (바라다)

명령법단수 παρέκον

(너는) 뛰어내렸어라

παρεκάτω

(그는) 뛰어내렸어라

쌍수 παρέκατον

(너희 둘은) 뛰어내렸어라

παρεκάτων

(그 둘은) 뛰어내렸어라

복수 παρέκατε

(너희는) 뛰어내렸어라

παρεκάντων

(그들은) 뛰어내렸어라

부정사 παρέκαι

뛰어내렸는 것

분사 남성여성중성
παρεκᾱς

παρεκαντος

παρεκᾱσα

παρεκᾱσης

παρεκαν

παρεκαντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρήκαμην

παρῆκω

παρῆκατο

쌍수 παρῆκασθον

παρήκασθην

복수 παρήκαμεθα

παρῆκασθε

παρῆκαντο

접속법단수 παρέκωμαι

παρέκῃ

παρέκηται

쌍수 παρέκησθον

παρέκησθον

복수 παρεκώμεθα

παρέκησθε

παρέκωνται

기원법단수 παρεκίμην

παρέκιο

παρέκιτο

쌍수 παρέκισθον

παρεκίσθην

복수 παρεκίμεθα

παρέκισθε

παρέκιντο

명령법단수 παρέκαι

παρεκάσθω

쌍수 παρέκασθον

παρεκάσθων

복수 παρέκασθε

παρεκάσθων

부정사 παρέκεσθαι

분사 남성여성중성
παρεκαμενος

παρεκαμενου

παρεκαμενη

παρεκαμενης

παρεκαμενον

παρεκαμενου

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • πλήρεισ ἄρτων ἠλαττώθησαν, καὶ οἱ πεινῶντεσ παρῆκαν γῆν. ὅτι στεῖρα ἔτεκεν ἑπτά, καὶ ἡ πολλὴ ἐν τέκνοισ ἠσθένησε. (Septuagint, Liber I Samuelis 2:5)

    (70인역 성경, 사무엘기 상권 2:5)

  • ἰδοὺ γὰρ αἰσχρὸν τῷ προσώπῳ ἡμῶν, εἰ γυναῖκα τοιαύτην παρήσομεν οὐχ ὁμιλήσαντεσ αὐτῇ, ὅτι ἐὰν ταύτην μὴ ἐπισπασώμεθα, καταγελάσεται ἡμῶν. (Septuagint, Liber Iudith 12:12)

    (70인역 성경, 유딧기 12:12)

  • ὅτι φωνὴν ὡσ ὠδινούσησ ἤκουσα, τοῦ στεναγμοῦ σου ὡσ πρωτοτοκούσησ, φωνὴ θυγατρὸσ Σιών. ἐκλυθήσεται καὶ παρήσει τὰσ χεῖρασ αὐτῆσ. οἴμοι ἐγώ, ὅτι ἐκλείπει ἡ ψυχή μου ἐπὶ τοῖσ ἀνῃρημένοισ. (Septuagint, Liber Ieremiae 4:31)

    (70인역 성경, 예레미야서 4:31)

  • ἀλλ’ οὐ γελάσεισ κατ’ ἐμοῦ τοῦτον τὸν γέλωτα, οὔτε τοὺσ ἱεροὺσ τῶν προγόνων περὶ τοῦ φυλάξαι τὸν νόμον ὅρκουσ οὐ παρήσω, (Septuagint, Liber Maccabees IV 5:28)

    (70인역 성경, Liber Maccabees IV 5:28)

  • τίνα θεραπείαν, τίνα ἐπιμέλειαν υἱοῦ παρῆκα ; (Lucian, Abdicatus, (no name) 21:4)

    (루키아노스, Abdicatus, (no name) 21:4)

  • ἃ δὲ Ὅμηροσ ὑπὲρ Ἀριάδνησ ἐν τῇ ἀσπίδι πεποίηκεν καὶ τοῦ χοροῦ ὃν αὐτῇ Δαίδαλοσ ἤσκησεν ὡσ ἀνεγνωκότι σοι παρίημι, καὶ τοὺσ ὀρχηστὰσ δὲ τοὺσ δύο οὓσ ἐκεῖ ὁ ποιητὴσ κυβιστητῆρασ καλεῖ, ἡγουμένουσ τοῦ χοροῦ, καὶ πάλιν ἃ ἐν τῇ αὐτῇ ἀσπίδι λέγει· (Lucian, De saltatione, (no name) 13:1)

    (루키아노스, De saltatione, (no name) 13:1)

  • ἐγὼ δὲ μάλιστα μὲν τὴν περὶ ταῦτα φιλοτιμίαν ἀπειρόκαλόν τε καὶ ὀψιμαθῆ καὶ ἐμαυτῷ ἄκαιρον οἰόμαι εἶναι καὶ διὰ τοῦτο παρίημι· (Lucian, De saltatione, (no name) 33:3)

    (루키아노스, De saltatione, (no name) 33:3)

  • καίτοι πόσα ἄλλα μακρῷ ἀναγκαιότερα ἑκὼν ἐγὼ νῦν παρίημι; (Lucian, Quomodo historia conscribenda sit, chapter 28 1:4)

    (루키아노스, Quomodo historia conscribenda sit, chapter 28 1:4)

  • Πλάτων δὲ τὸν μὲν ὑπὸ τῆσ λυγγὸσ ὀχλούμενον καὶ θεραπευόμενον ἀνακογχυλιασμοῖσ ὕδατοσ, ἔτι δὲ ταῖσ ὑποθήκαισ τοῦ κάρφουσ ἵνα τὴν ῥῖνα κνήσασ πτάρῃ, παρίημι· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 5, book 5, chapter 12 2:3)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 5, book 5, chapter 12 2:3)

  • Ἃ μὲν οὖν Αἰγύπτιοι φέρουσι περὶ τῶν Ιοὐδαίων ταῦτ’ ἐστὶ καὶ ἕτερα πλείονα, ἃ παρίημι συντομίασ ἕνεκα. (Flavius Josephus, Contra Apionem, 278:1)

    (플라비우스 요세푸스, Contra Apionem, 278:1)

유의어

  1. 뛰어내리다

  2. 흐르다

  3. 생략하다

  4. to let pass

  5. 늦추다

  6. to slack away

  7. 용서하다

  8. 떠나다

  9. 허용하다

  10. 얻다

  11. 묻다

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION