헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

διασύρω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: διασύρω διασυρῶ διασέσυρκα

형태분석: δια (접두사) + σύρ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 조롱하다, 희롱하다, 비웃다, ~를 비웃다, 놀리다
  1. to tear in pieces, to pull to pieces, to disparage, ridicule

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διασύρω

(나는) 조롱한다

διασύρεις

(너는) 조롱한다

διασύρει

(그는) 조롱한다

쌍수 διασύρετον

(너희 둘은) 조롱한다

διασύρετον

(그 둘은) 조롱한다

복수 διασύρομεν

(우리는) 조롱한다

διασύρετε

(너희는) 조롱한다

διασύρουσιν*

(그들은) 조롱한다

접속법단수 διασύρω

(나는) 조롱하자

διασύρῃς

(너는) 조롱하자

διασύρῃ

(그는) 조롱하자

쌍수 διασύρητον

(너희 둘은) 조롱하자

διασύρητον

(그 둘은) 조롱하자

복수 διασύρωμεν

(우리는) 조롱하자

διασύρητε

(너희는) 조롱하자

διασύρωσιν*

(그들은) 조롱하자

기원법단수 διασύροιμι

(나는) 조롱하기를 (바라다)

διασύροις

(너는) 조롱하기를 (바라다)

διασύροι

(그는) 조롱하기를 (바라다)

쌍수 διασύροιτον

(너희 둘은) 조롱하기를 (바라다)

διασυροίτην

(그 둘은) 조롱하기를 (바라다)

복수 διασύροιμεν

(우리는) 조롱하기를 (바라다)

διασύροιτε

(너희는) 조롱하기를 (바라다)

διασύροιεν

(그들은) 조롱하기를 (바라다)

명령법단수 διασύρε

(너는) 조롱해라

διασυρέτω

(그는) 조롱해라

쌍수 διασύρετον

(너희 둘은) 조롱해라

διασυρέτων

(그 둘은) 조롱해라

복수 διασύρετε

(너희는) 조롱해라

διασυρόντων, διασυρέτωσαν

(그들은) 조롱해라

부정사 διασύρειν

조롱하는 것

분사 남성여성중성
διασυρων

διασυροντος

διασυρουσα

διασυρουσης

διασυρον

διασυροντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διασύρομαι

(나는) 조롱된다

διασύρει, διασύρῃ

(너는) 조롱된다

διασύρεται

(그는) 조롱된다

쌍수 διασύρεσθον

(너희 둘은) 조롱된다

διασύρεσθον

(그 둘은) 조롱된다

복수 διασυρόμεθα

(우리는) 조롱된다

διασύρεσθε

(너희는) 조롱된다

διασύρονται

(그들은) 조롱된다

접속법단수 διασύρωμαι

(나는) 조롱되자

διασύρῃ

(너는) 조롱되자

διασύρηται

(그는) 조롱되자

쌍수 διασύρησθον

(너희 둘은) 조롱되자

διασύρησθον

(그 둘은) 조롱되자

복수 διασυρώμεθα

(우리는) 조롱되자

διασύρησθε

(너희는) 조롱되자

διασύρωνται

(그들은) 조롱되자

기원법단수 διασυροίμην

(나는) 조롱되기를 (바라다)

διασύροιο

(너는) 조롱되기를 (바라다)

διασύροιτο

(그는) 조롱되기를 (바라다)

쌍수 διασύροισθον

(너희 둘은) 조롱되기를 (바라다)

διασυροίσθην

(그 둘은) 조롱되기를 (바라다)

복수 διασυροίμεθα

(우리는) 조롱되기를 (바라다)

διασύροισθε

(너희는) 조롱되기를 (바라다)

διασύροιντο

(그들은) 조롱되기를 (바라다)

명령법단수 διασύρου

(너는) 조롱되어라

διασυρέσθω

(그는) 조롱되어라

쌍수 διασύρεσθον

(너희 둘은) 조롱되어라

διασυρέσθων

(그 둘은) 조롱되어라

복수 διασύρεσθε

(너희는) 조롱되어라

διασυρέσθων, διασυρέσθωσαν

(그들은) 조롱되어라

부정사 διασύρεσθαι

조롱되는 것

분사 남성여성중성
διασυρομενος

διασυρομενου

διασυρομενη

διασυρομενης

διασυρομενον

διασυρομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διέσυρον

(나는) 조롱하고 있었다

διέσυρες

(너는) 조롱하고 있었다

διέσυρεν*

(그는) 조롱하고 있었다

쌍수 διεσύρετον

(너희 둘은) 조롱하고 있었다

διεσυρέτην

(그 둘은) 조롱하고 있었다

복수 διεσύρομεν

(우리는) 조롱하고 있었다

διεσύρετε

(너희는) 조롱하고 있었다

διέσυρον

(그들은) 조롱하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διεσυρόμην

(나는) 조롱되고 있었다

διεσύρου

(너는) 조롱되고 있었다

διεσύρετο

(그는) 조롱되고 있었다

쌍수 διεσύρεσθον

(너희 둘은) 조롱되고 있었다

διεσυρέσθην

(그 둘은) 조롱되고 있었다

복수 διεσυρόμεθα

(우리는) 조롱되고 있었다

διεσύρεσθε

(너희는) 조롱되고 있었다

διεσύροντο

(그들은) 조롱되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἢν δὲ ποιητικὸσ ᾖ καὶ ἐπὶ τούτῳ μέγα φρονῇ, Μὰ Δί’ ἐχλεύασέ σου Φιλόξενοσ τὰ ἔπη καὶ διέσυρε καὶ ἄμετρα εἶπεν αὐτὰ καὶ κακοσύνθετα. (Lucian, Calumniae non temere credundum, (no name) 14:4)

    (루키아노스, Calumniae non temere credundum, (no name) 14:4)

  • ἐφ’ οἷσ ἀγανακτήσαντεσ ἀνεληλύθαμεν ἐπὶ σὲ παραιτησάμενοι πρὸσ ὀλίγον τὸν Αἰ̈δωνέα, Χρύσιπποσ οὑτοσὶ καὶ Ἐπίκουροσ καὶ ὁ Πλάτων ἐγὼ καὶ Ἀριστοτέλησ ἐκεῖνοσ καὶ ὁ σιωπῶν οὗτοσ Πυθαγόρασ καὶ Διογένησ καὶ ἅπαντεσ ὁπόσουσ διέσυρεσ ἐν τοῖσ λόγοισ. (Lucian, Piscator, (no name) 4:3)

    (루키아노스, Piscator, (no name) 4:3)

  • ὅθεν τοὺσ ἐπὶ κατακειμένων χρωμένουσ τῇ λέξει διέσυρον. (Athenaeus, The Deipnosophists, book 1, chapter 42 1:1)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, book 1, chapter 42 1:1)

  • κωμῳδεῖν γὰρ ἤθελε καὶ διασύρειν χλευάζει τε τὰ ἰσόκωλα τὰ Ἀγάθωνοσ καὶ τὰ ἀντίθετα, καὶ τὸν Ἀλκιβιάδην δὲ παράγει λέγοντα ὅτι πασχητιᾷ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 5, book 5, chapter 12 2:4)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 5, book 5, chapter 12 2:4)

  • οὐ μόνον δ’ Ἀλκιβιάδην διασύρει, ἀλλὰ καὶ Χαρμίδην καὶ Εὐθύδημον καὶ ἄλλουσ πολλοὺσ τῶν νέων. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 5, book 5, chapter 12 3:1)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 5, book 5, chapter 12 3:1)

유의어

  1. 조롱하다

관련어

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION