헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

περισύρω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: περισύρω περισυρῶ

형태분석: περι (접두사) + σύρ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to drag about
  2. to tear away from

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περισύρω

περισύρεις

περισύρει

쌍수 περισύρετον

περισύρετον

복수 περισύρομεν

περισύρετε

περισύρουσιν*

접속법단수 περισύρω

περισύρῃς

περισύρῃ

쌍수 περισύρητον

περισύρητον

복수 περισύρωμεν

περισύρητε

περισύρωσιν*

기원법단수 περισύροιμι

περισύροις

περισύροι

쌍수 περισύροιτον

περισυροίτην

복수 περισύροιμεν

περισύροιτε

περισύροιεν

명령법단수 περισύρε

περισυρέτω

쌍수 περισύρετον

περισυρέτων

복수 περισύρετε

περισυρόντων, περισυρέτωσαν

부정사 περισύρειν

분사 남성여성중성
περισυρων

περισυροντος

περισυρουσα

περισυρουσης

περισυρον

περισυροντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περισύρομαι

περισύρει, περισύρῃ

περισύρεται

쌍수 περισύρεσθον

περισύρεσθον

복수 περισυρόμεθα

περισύρεσθε

περισύρονται

접속법단수 περισύρωμαι

περισύρῃ

περισύρηται

쌍수 περισύρησθον

περισύρησθον

복수 περισυρώμεθα

περισύρησθε

περισύρωνται

기원법단수 περισυροίμην

περισύροιο

περισύροιτο

쌍수 περισύροισθον

περισυροίσθην

복수 περισυροίμεθα

περισύροισθε

περισύροιντο

명령법단수 περισύρου

περισυρέσθω

쌍수 περισύρεσθον

περισυρέσθων

복수 περισύρεσθε

περισυρέσθων, περισυρέσθωσαν

부정사 περισύρεσθαι

분사 남성여성중성
περισυρομενος

περισυρομενου

περισυρομενη

περισυρομενης

περισυρομενον

περισυρομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οἱ δὲ τοὺσ πρέσβεισ κατέλευον ὡσ κακῶν ἀγγέλουσ, οἱ δὲ καὶ περιέσυρον ἀνὰ τὴν πόλιν. (Appian, The Foreign Wars, chapter 13 3:3)

    (아피아노스, The Foreign Wars, chapter 13 3:3)

유의어

  1. to drag about

  2. to tear away from

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION