헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καλλώπισμα

3군 변화 명사; 중성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: καλλώπισμα καλλώπισματος

형태분석: καλλωπισματ (어간)

어원: from kallwpi/zw

  1. 장식, 장신구, 꾸밈
  1. ornament, embellishment

곡용 정보

3군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἓν γάρ τι καὶ τοῦτο τῶν ἄλλων καλλωπισμάτων αὐταῖσ δοκεῖ, ἢν λέγηται ὡσ πεπαιδευμέναι τὲ εἰσιν καὶ φιλόσοφοι καὶ ποιοῦσιν ᾄσματα οὐ πολὺ τῆσ Σαπφοῦσ ἀποδέοντα ‐ διὰ δὴ ταῦτα μισθωτοὺσ καὶ αὗται περιάγονται ῥήτορασ καὶ γραμματικοὺσ καὶ φιλοσόφουσ, ἀκροῶνται δ’ αὐτῶν ‐ πηνίκα; (Lucian, De mercede, (no name) 36:3)

    (루키아노스, De mercede, (no name) 36:3)

  • ὀχληρὰ δὲ κἀκεῖνα τὰ μειρακιώδη καλλωπίσματα τῆσ λέξεωσ καὶ τὰ πολύπλοκα τῶν ἐνθυμημάτων σχήματα· (Dionysius of Halicarnassus, , chapter 461)

    (디오니시오스, , chapter 461)

  • ἔμελλον δέ που καὶ μηδενὸσ ἐξελαύνοντοσ αἱ πολλαὶ τῷ κοινῷ νομίσματι συνεκπεσεῖσθαι, διάθεσιν τῶν ἔργων οὐκ ἐχόντων, τὸ γάρ σιδηροῦν ἀγώγιμον οὐκ ἦν πρὸσ τοὺσ ἄλλουσ Ἕλληνασ οὐδ’ εἶχε τιμὴν καταγελώμενον, ὥστε οὐδὲ πρίασθαί τι τῶν ξενικῶν καὶ ῥωπικῶν ὑπῆρχεν, οὐδ’ εἰσέπλει φόρτοσ ἐμπορικὸσ εἰσ τοὺσ λιμένασ, οὐδὲ ἐπέβαινε τῆσ Λακωνικῆσ οὐ σοφιστὴσ λόγων, οὐ μάντισ ἀγυρτικόσ, οὐχ ἑταιρῶν τροφεύσ, οὐ χρυσῶν τίσ, οὐκ ἀργυρῶν καλλωπισμάτων δημιουργόσ, ἅτε δὴ νομίσματοσ οὐκ ὄντοσ. (Plutarch, Lycurgus, chapter 9 3:2)

    (플루타르코스, Lycurgus, chapter 9 3:2)

  • τρυφὴ καὶ ἀκολασία καὶ ἐλευθερία, ἐὰν ἐπικουρίαν ἔχῃ, τοῦτ’ ἐστὶν ἀρετή τε καὶ εὐδαιμονία, τὰ δὲ ἄλλα ταῦτ’ ἐστὶν τὰ καλλωπίσματα, τὰ παρὰ φύσιν συνθήματα ἀνθρώπων, φλυαρία καὶ οὐδενὸσ ἄξια. (Plato, Euthydemus, Protagoras, Gorgias, Meno, 276:2)

    (플라톤, Euthydemus, Protagoras, Gorgias, Meno, 276:2)

  • ὁ δὲ ἀγανακτῶν καὶ ἡγούμενοσ εἶναι τάδε καλλωπίσματα, τὸ δ’ ἀληθὲσ ἀποκλείεσθαι πρὸσ τῶν Καίσαροσ φρουρῶν γνώμῃ Καίσαροσ, διετάφρευε τῆσ πόλεωσ τὸν ἰσθμὸν καὶ ἀπετείχιζεν. (Appian, The Civil Wars, book 5, chapter 6 7:2)

    (아피아노스, The Civil Wars, book 5, chapter 6 7:2)

유의어

  1. 장식

관련어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION