헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐνδιατρίβω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐνδιατρίβω ἐνδιατρίψω

형태분석: ἐν (접두사) + διατρίβ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 빈둥거리다, 쉬다, 어슬렁거리다
  1. to spend or consume in
  2. to spend time in
  3. to waste time by staying in, linger
  4. to continue in, to dwell upon a point

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐνδιατρίβω

ἐνδιατρίβεις

ἐνδιατρίβει

쌍수 ἐνδιατρίβετον

ἐνδιατρίβετον

복수 ἐνδιατρίβομεν

ἐνδιατρίβετε

ἐνδιατρίβουσιν*

접속법단수 ἐνδιατρίβω

ἐνδιατρίβῃς

ἐνδιατρίβῃ

쌍수 ἐνδιατρίβητον

ἐνδιατρίβητον

복수 ἐνδιατρίβωμεν

ἐνδιατρίβητε

ἐνδιατρίβωσιν*

기원법단수 ἐνδιατρίβοιμι

ἐνδιατρίβοις

ἐνδιατρίβοι

쌍수 ἐνδιατρίβοιτον

ἐνδιατριβοίτην

복수 ἐνδιατρίβοιμεν

ἐνδιατρίβοιτε

ἐνδιατρίβοιεν

명령법단수 ἐνδιάτριβε

ἐνδιατριβέτω

쌍수 ἐνδιατρίβετον

ἐνδιατριβέτων

복수 ἐνδιατρίβετε

ἐνδιατριβόντων, ἐνδιατριβέτωσαν

부정사 ἐνδιατρίβειν

분사 남성여성중성
ἐνδιατριβων

ἐνδιατριβοντος

ἐνδιατριβουσα

ἐνδιατριβουσης

ἐνδιατριβον

ἐνδιατριβοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐνδιατρίβομαι

ἐνδιατρίβει, ἐνδιατρίβῃ

ἐνδιατρίβεται

쌍수 ἐνδιατρίβεσθον

ἐνδιατρίβεσθον

복수 ἐνδιατριβόμεθα

ἐνδιατρίβεσθε

ἐνδιατρίβονται

접속법단수 ἐνδιατρίβωμαι

ἐνδιατρίβῃ

ἐνδιατρίβηται

쌍수 ἐνδιατρίβησθον

ἐνδιατρίβησθον

복수 ἐνδιατριβώμεθα

ἐνδιατρίβησθε

ἐνδιατρίβωνται

기원법단수 ἐνδιατριβοίμην

ἐνδιατρίβοιο

ἐνδιατρίβοιτο

쌍수 ἐνδιατρίβοισθον

ἐνδιατριβοίσθην

복수 ἐνδιατριβοίμεθα

ἐνδιατρίβοισθε

ἐνδιατρίβοιντο

명령법단수 ἐνδιατρίβου

ἐνδιατριβέσθω

쌍수 ἐνδιατρίβεσθον

ἐνδιατριβέσθων

복수 ἐνδιατρίβεσθε

ἐνδιατριβέσθων, ἐνδιατριβέσθωσαν

부정사 ἐνδιατρίβεσθαι

분사 남성여성중성
ἐνδιατριβομενος

ἐνδιατριβομενου

ἐνδιατριβομενη

ἐνδιατριβομενης

ἐνδιατριβομενον

ἐνδιατριβομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • κωλύει γὰρ οὐδὲν κἀμέ σοι ἐνδιατρίβειν, ἐπειδὴ χαίρεισ ἐξαπατώμενοσ. (Lucian, Adversus indoctum et libros multos ementem, (no name) 26:5)

    (루키아노스, Adversus indoctum et libros multos ementem, (no name) 26:5)

  • πᾶσ ^ δὲ ὁ τόνοσ τοῦ φθέγματοσ οἱο͂σ ἁπαλώτατοσ, οὔτε βαρὺσ ὡσ εἰσ τὸ ἀνδρεῖον ἡρμόσθαι οὔτε πάνυ λεπτὸσ ὡσ θηλύτατόσ τε εἶναι καὶ κομιδῇ ἔκλυτοσ, ἀλλ’ οἱο͂σ γένοιτ’ ἂν παιδὶ μήπω ἡβάσκοντι, ἡδὺσ καὶ προσηνὴσ καὶ πράωσ παραδυόμενοσ εἰσ τὴν ἀκοήν, ὡσ καὶ παυσαμένησ ἔναυλον εἶναι τὴν βοὴν καί τι λείψανον ἐνδιατρίβειν καὶ περιβομβεῖν τὰ ὦτα, καθάπερ ἠχώ τινα παρατείνουσαν τὴν ἀκρόασιν καὶ ἴχνη τῶν λόγων μελιχρὰ ἄττα καὶ πειθοῦσ μεστὰ ἐπὶ τῆσ ψυχῆσ ἀπολιμπάνουσαν. (Lucian, Imagines, (no name) 13:3)

    (루키아노스, Imagines, (no name) 13:3)

  • τί τοίνυν μέμφεσθαι ἄξιον Ἀλεξάνδρῳ, εἰ τοιούτοισ ἀνθρωπίσκοισ ἐνδιατρίβειν ἠξίου ; (Lucian, Alexander, (no name) 33:5)

    (루키아노스, Alexander, (no name) 33:5)

  • Ἡράκλεισ, δεινόν τινα φὴσ τὸν ὄνειρον εἴ γε πτηνὸσ ὤν, ὥσ φασιν, καὶ ὁρ́ον ἔχων τῆσ πτήσεωσ τὸν ὕπνον ὑπὲρ τὰ ἐσκαμμένα ἤδη πηδᾷ καὶ ἐνδιατρίβει ἀνεῳγόσι τοῖσ ὀφθαλμοῖσ μελιχρὸσ οὕτωσ καὶ ἐναργὴσ φαινόμενοσ· (Lucian, Gallus, (no name) 6:4)

    (루키아노스, Gallus, (no name) 6:4)

  • τοὺσ δὲ θεατάσ, εἰ καινοτομεῖν ἐθελήσουσιν καὶ μὴ τοῖσ ἠθάσι λίαν τοῖσ τ’ ἀρχαίοισ ἐνδιατρίβειν, τοῦτ’ ἔσθ’ ὃ μάλιστα δέδοικα. (Aristophanes, Ecclesiazusae, Agon, epirrheme2)

    (아리스토파네스, Ecclesiazusae, Agon, epirrheme2)

유의어

  1. to spend or consume in

  2. to spend time in

관련어

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION