헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀποτρίβω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀποτρίβω

형태분석: ἀπο (접두사) + τρίβ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 지치게 하다, 닳아 없어지다
  2. 닳다
  3. 거절하다, 거부하다, 반대하다, 제쳐놓다, 없애다
  1. to wear out
  2. to rub clean, to rub down
  3. to rub off, to get rid of, to decline, reject

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀποτρίβω

(나는) 지치게 한다

ἀποτρίβεις

(너는) 지치게 한다

ἀποτρίβει

(그는) 지치게 한다

쌍수 ἀποτρίβετον

(너희 둘은) 지치게 한다

ἀποτρίβετον

(그 둘은) 지치게 한다

복수 ἀποτρίβομεν

(우리는) 지치게 한다

ἀποτρίβετε

(너희는) 지치게 한다

ἀποτρίβουσιν*

(그들은) 지치게 한다

접속법단수 ἀποτρίβω

(나는) 지치게 하자

ἀποτρίβῃς

(너는) 지치게 하자

ἀποτρίβῃ

(그는) 지치게 하자

쌍수 ἀποτρίβητον

(너희 둘은) 지치게 하자

ἀποτρίβητον

(그 둘은) 지치게 하자

복수 ἀποτρίβωμεν

(우리는) 지치게 하자

ἀποτρίβητε

(너희는) 지치게 하자

ἀποτρίβωσιν*

(그들은) 지치게 하자

기원법단수 ἀποτρίβοιμι

(나는) 지치게 하기를 (바라다)

ἀποτρίβοις

(너는) 지치게 하기를 (바라다)

ἀποτρίβοι

(그는) 지치게 하기를 (바라다)

쌍수 ἀποτρίβοιτον

(너희 둘은) 지치게 하기를 (바라다)

ἀποτριβοίτην

(그 둘은) 지치게 하기를 (바라다)

복수 ἀποτρίβοιμεν

(우리는) 지치게 하기를 (바라다)

ἀποτρίβοιτε

(너희는) 지치게 하기를 (바라다)

ἀποτρίβοιεν

(그들은) 지치게 하기를 (바라다)

명령법단수 ἀποτρίβε

(너는) 지치게 해라

ἀποτριβέτω

(그는) 지치게 해라

쌍수 ἀποτρίβετον

(너희 둘은) 지치게 해라

ἀποτριβέτων

(그 둘은) 지치게 해라

복수 ἀποτρίβετε

(너희는) 지치게 해라

ἀποτριβόντων, ἀποτριβέτωσαν

(그들은) 지치게 해라

부정사 ἀποτρίβειν

지치게 하는 것

분사 남성여성중성
ἀποτριβων

ἀποτριβοντος

ἀποτριβουσα

ἀποτριβουσης

ἀποτριβον

ἀποτριβοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀποτρίβομαι

(나는) 지치게 된다

ἀποτρίβει, ἀποτρίβῃ

(너는) 지치게 된다

ἀποτρίβεται

(그는) 지치게 된다

쌍수 ἀποτρίβεσθον

(너희 둘은) 지치게 된다

ἀποτρίβεσθον

(그 둘은) 지치게 된다

복수 ἀποτριβόμεθα

(우리는) 지치게 된다

ἀποτρίβεσθε

(너희는) 지치게 된다

ἀποτρίβονται

(그들은) 지치게 된다

접속법단수 ἀποτρίβωμαι

(나는) 지치게 되자

ἀποτρίβῃ

(너는) 지치게 되자

ἀποτρίβηται

(그는) 지치게 되자

쌍수 ἀποτρίβησθον

(너희 둘은) 지치게 되자

ἀποτρίβησθον

(그 둘은) 지치게 되자

복수 ἀποτριβώμεθα

(우리는) 지치게 되자

ἀποτρίβησθε

(너희는) 지치게 되자

ἀποτρίβωνται

(그들은) 지치게 되자

기원법단수 ἀποτριβοίμην

(나는) 지치게 되기를 (바라다)

ἀποτρίβοιο

(너는) 지치게 되기를 (바라다)

ἀποτρίβοιτο

(그는) 지치게 되기를 (바라다)

쌍수 ἀποτρίβοισθον

(너희 둘은) 지치게 되기를 (바라다)

ἀποτριβοίσθην

(그 둘은) 지치게 되기를 (바라다)

복수 ἀποτριβοίμεθα

(우리는) 지치게 되기를 (바라다)

ἀποτρίβοισθε

(너희는) 지치게 되기를 (바라다)

ἀποτρίβοιντο

(그들은) 지치게 되기를 (바라다)

명령법단수 ἀποτρίβου

(너는) 지치게 되어라

ἀποτριβέσθω

(그는) 지치게 되어라

쌍수 ἀποτρίβεσθον

(너희 둘은) 지치게 되어라

ἀποτριβέσθων

(그 둘은) 지치게 되어라

복수 ἀποτρίβεσθε

(너희는) 지치게 되어라

ἀποτριβέσθων, ἀποτριβέσθωσαν

(그들은) 지치게 되어라

부정사 ἀποτρίβεσθαι

지치게 되는 것

분사 남성여성중성
ἀποτριβομενος

ἀποτριβομενου

ἀποτριβομενη

ἀποτριβομενης

ἀποτριβομενον

ἀποτριβομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀπέτριβον

(나는) 지치게 하고 있었다

ἀπέτριβες

(너는) 지치게 하고 있었다

ἀπέτριβεν*

(그는) 지치게 하고 있었다

쌍수 ἀπετρίβετον

(너희 둘은) 지치게 하고 있었다

ἀπετριβέτην

(그 둘은) 지치게 하고 있었다

복수 ἀπετρίβομεν

(우리는) 지치게 하고 있었다

ἀπετρίβετε

(너희는) 지치게 하고 있었다

ἀπέτριβον

(그들은) 지치게 하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀπετριβόμην

(나는) 지치게 되고 있었다

ἀπετρίβου

(너는) 지치게 되고 있었다

ἀπετρίβετο

(그는) 지치게 되고 있었다

쌍수 ἀπετρίβεσθον

(너희 둘은) 지치게 되고 있었다

ἀπετριβέσθην

(그 둘은) 지치게 되고 있었다

복수 ἀπετριβόμεθα

(우리는) 지치게 되고 있었다

ἀπετρίβεσθε

(너희는) 지치게 되고 있었다

ἀπετρίβοντο

(그들은) 지치게 되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ι Ὅτι ἡ τρῖψισ ταῖσ κυσὶν ὠφέλιμοσ, καὶ πῶσ ταύτασ δεῖ ἀποτρίβειν. (Arrian, Cynegeticus, chapter pr12)

    (아리아노스, Cynegeticus, chapter pr12)

  • ὁ δὲ οἶκτοσ οὗτοσ ἀρχὴ καὶ πρόφασισ ἦν ἔρωτοσ, τὸ μὲν οὖν πρῶτον ἀπετρίβετο τὴν ἄνθρωπον· (Plutarch, Caius Marius, chapter 40 5:4)

    (플루타르코스, Caius Marius, chapter 40 5:4)

  • καὶ πάλιν ὁ Ἀντώνιοσ ἐπῆγε, καὶ πάλιν ἐκεῖνοσ ἀπετρίβετο. (Plutarch, Antony, chapter 12 3:1)

    (플루타르코스, Antony, chapter 12 3:1)

  • οἱ δ’ ἀπετρίβοντο τὰσ δεξιώσεισ καὶ κενὰ προσερρίπτουν βαλάντια, καὶ μόνον μάχεσθαι τοῖσ πολεμίοισ ἐκέλευον, ἀφ’ ὧν μόνοσ ἠπίστατο πλουτεῖν. (Plutarch, Lucullus, chapter 35 4:1)

    (플루타르코스, Lucullus, chapter 35 4:1)

  • οὐ μὴν ἀλλ’ οὐδ’ ὣσ ἐδύνατο κινῆσαι τοὺσ Ῥωμαίουσ ἐκ τῆσ ὑποκειμένησ προθέσεωσ, ἀλλὰ τοῖσ μὲν εὐζώνοισ ἀπετρίβοντο τοὺσ προσπίπτοντασ πρὸσ τὸν χάρακα, τοῖσ δὲ βαρέσι τῶν ὅπλων ἀσφαλιζόμενοι τὴν ἐπιφορὰν τῶν βελῶν ἔμενον ἐν τάξει κατὰ τὰσ σημαίασ. (Polybius, Histories, book 9, ii. res italiae 3:1)

    (폴리비오스, Histories, book 9, ii. res italiae 3:1)

유의어

  1. 지치게 하다

  2. 닳다

  3. 거절하다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION